ένας

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

(I)
ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α)
την τρίτη ημέρα, μεθαύριο.
(II)
μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα)
1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια της μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.)
2. συχνά με έμφασηπιστεύω εἰς ἕνα Θεόν»)
3. (με το οἷος, μόνος) ένας μόνο («α. μίαν, οἴην παῑδα λίπόντα Ἀρήτην», Οδ.
β. «μιᾷ ροπῆ καὶ μόνῃ», Τζέτζ.)
4. για δήλωση εμφάσεως (με ή χωρίς υπερθετικό) μοναδικός (α. «εἷς οἰωνός ἄριστος», Όμ.
β. «Ἑτεοκλέης ἄν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῑτο», Αισχύλ.)
5. ο ίδιος, αυτός («μια μάννα μάς γέννησε»)
6. σε αντίθεση προς τα αόρ. αντων. επίθ. έτερος, άλλος (α. «ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ και ἓξ πτέρυγες τῷ ένί», ΠΔ
β. («ο ένας με μήλο μέ βαρεί κι ο άλλος με δαχτυλίδι»)
7. (με αόρ. αντων. εἷς τις, ένας κάποιος) κάποιος («παρουσίασε έναν κάποιον μάρτυρα»)
8. (με γεν. διαιρετική ή ανάλογη έκφραση) δηλώνει διαστολή και αοριστολογίαένας από το πλήθος»)
9. ως αόρ. άρθρο (α. «καὶ ἔρριψε τὸ παιδίον ὑποκάτω μιᾱς ἐλάτης», ΠΔ
β. μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς»)
10. (φιλοσ.) τὸ ἕν
η μονάδα («ἕν το πᾱν»)
νεοελλ.
1. χρησιμοποιείται για έξαρση της μηδαμινότητας του ατόμου σε σχέση με τα αποτελέσματα τών ενεργειών του («ένας τιποτένιος να κατορθώσει τέτοιο πράγμα»)
2. φρ. α) «ένα προς ένα» — με όλες τις λεπτομέρειες
β) «με μιας» — ξαφνικά
γ) «ένας κι ένας» — ξεχωριστός (με καλή ή κακή σημασία)
δ) «διά μιας» — αμέσως, ξαφνικά
ε) «μια και» — αφού
στ) «μια για πάντα» — οριστικά
ζ) «ο ένας κι ο άλλος» — για ανεύθυνους ανθρώπους
μσν.- νεοελλ.
(με οριστ. άρθρο και γεν. διαιρ.) ο ένας από τους δύο («τον ἕνα τῶν ὀφθαλμῶν ἀποκοπείς», Κων. Πορφυρ.)
αρχ.-μσν.
φρ.
1. «ἓν ἀνθ' ἑνός» — το ένα συγκρινόμενο με το άλλο (για πράγματα εντελώς όμοια, που μπορεί να αντικαταστήσει το ένα το άλλο)
2. «μετρήσω μίαν δοχικῷ ἀντὶ μιᾱς Ἀθηναίου» — μια φορά με το δοχικό μέτρο και μια με το Αθηναίου εναλλάξ
3. «ἀπὸ μιᾱς» — από συμφώνου
αρχ.
1. σε αντίθεση προς το πολύς («μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασα», Αισχύλ.)
2. (ενάρθρ.) για αντίθεση και έντονη διαστολή («τοῦ ἑνὸς οἱ δύο ἀγαθοὶ βελτίους», Αριστοτ.)
3. αντί του τακτικού πρώτος («καὶ αὕτη μὲν ἡ πρώτη ἡμέρα, Μωυςῆς δὲ αὐτὴν μίαν εἶπεν», Ιώσ.)
4. ενιαίος, κοινός («ποιεῑν ἓν τὴν πόλιν» — να γίνουν οι πολίτες ίσοι, Αριστοτ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἓν και τὰ ἕνα
μαθ. η μονάδα, οι μονάδες
6. φρ. α) «οὐδὲ εἷς» — κανένας
β) «εἷς ἕκαστος» — καθένας χωριστά
γ) «καθ' ἓν ἕκαστον» — ένα προς ένα
δ) «ἕν ἀνθ' ἑνός» — προπαντός
ε) «παρ' ἕνα» — ο ένας κοντά στον άλλο
στ) «εἰς ἕν» — στο ίδιο σημείο
ζ) «εἰς ἓν ἔρχομαι» — ομονοώ
η) «ἀπὸ μιᾱς» — αναντίρρητα, μια και καλή
θ) «παρά μίαν» — ολόκληρη
ι) «εἷς ὁ πρῶτος» — πρώτος και καλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το νεοελλ. ένας προήλθε κατά μεταπλασμό από το ένα, αιτιατική του αρχ. αριθμητικού εις (πρβλ. χειμών > χειμώνας κ.λπ.). Ο τ. είς < hens < hems < ΙE sem-s, ενώ το θηλ. μία < sm-iį∂, μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας. Στην ίδια ρίζα sem- «ένα, σ' ένα μαζί, μαζί με» ανάγονται και τα λατ. semel «άπαξ», semper «πάντα», τοχ. A' sas, τοχ. Β' se(me), αρμ. mi, ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα sm εμφανίζεται στα άμα, άπαξ, αρχ. ινδ. sa-krt και η ετεροιωμένη στο ομός «ο ίδιος, ο κοινός, ο όμοιος»].