καλλιερέω

From LSJ
Revision as of 10:34, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐερέω Medium diacritics: καλλιερέω Low diacritics: καλλιερέω Capitals: ΚΑΛΛΙΕΡΕΩ
Transliteration A: kallieréō Transliteration B: kalliereō Transliteration C: kalliereo Beta Code: kalliere/w

English (LSJ)

pf. A κεκαλλιέρηκα Ph.1.319: plpf. ἐκεκαλλιερήκειν X. Cyr.6.4.12: (ἱερόν):—have favourable signs in a sacrifice, obtain good omens, of the person, κἂν καλλιερῆτε Pl.Com.51, cf. X. l. c., IG12.45.5, etc.:—also in Med., Hdt.6.82, Isoc.14.60, X.An.5.4.22, etc.; ἐς τὸν (sc. ποταμὸν) … ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους (where ἐς τόν is constructed with σφάζοντες) Hdt.7.113. 2 c. acc., sacrifice with good omens, ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theoc.5.148; καλλιερεῖν βοῦν prob. l. in Orac. ap. D.21.53; ἑαυτὸν τῷ πατρίῳ νόμῳ Plu.Alex.69: abs., κ. τοῖς θεοῖς X.Eq.Mag.3.1, cf. Pl.Lg.791a:—Med., Ar.Pl.1181:— Pass., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Men.319.8; τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι S.E.P.1.149. II of the offering, give favourable omens, καλλιερησάντων [τῶν ἱρῶν] Hdt.9.19; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο (sc. τὰ ἱρά) Id.7.134: c. inf., οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι Πέρσῃσι Id.9.38; οὐκ ἐκαλλιέρεε οὐδαμῶς διαβαίνειν μιν Id.6.76:—Med., ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο X.HG3.1.17.

German (Pape)

[Seite 1309] günstig, glücklich opfern, ein Opfer darbringen, das nach den im Opferthiere gefundenen Zeichen den Göttern angenehm ist u. somit Glück für ein Unternehmen verheißt; οἷς ἂν καλλιεροῦντες θύωοι Plat. Legg. VII, 791 a; ἐκεκαλλιερήκει Xen. Cyr. 6, 4, 12; Sp., οὐκ ἐκαλλιέρει μέχρις εἴκοσι Plut. Aemil. P. 17; ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνόν Theocr. 5, 148. So auch im med., ἐς τὸν ποταμὸν οἱ μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς Her. 7, 113; Xen. An. 5, 4, 22; aor., Cyr. 1, 5, 5; vgl. Ar. Plut. 1181. Aber pass. ist τὰ ἱερὰ ἐκαλλιερεῖτο Xen. Hell. 3, 1, 17. – Mit dem inf., οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν, er erlangte keine günstigen Zeichen, um überzusetzen, Her. 6, 76; ὥςτε μάχεσθαι 9, 38; intr., καλλιερῆσαι τοῖς θυομένοις οὐκ ἐδύνατο, sc. ἱερά, die Opfer konnten nicht gelingen, nicht unter glücklichen Vorzeichen zu Stande kommen, 7, 134, vgl. 9, 19 καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν ἐπορεύοντο. – S. Emp. pyrrh. 1, 149 sagt ἐν Ταύροις νόμος ἦν τοὺς ξένους τῇ Ἀρτέμιδι καλλιερεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

καλλῐερέω: Ἰων. καλλιρέω (Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. XXXVII)· πρκμ. κεκαλλιέρηκα, ἴδε Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12· (ἱερόν). Ἔχω εὐνοϊκὰ σημεῖα ἔν τινι θυσίᾳ, λαμβάνω καλοὺς οἰωνοὺς ἐπί τινι ἐπιχειρήσει, Λατιν. litare, perlitare, ἐπὶ προσώπου, κἂν καλλιερῆτε γλῶτταν ἀγαθὴν πέμπετε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ» 4, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 4, 12, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 6. 82, Ἰσοκρ. 308Α, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. 7. 113, ἐς τὸν (δηλ. ποταμὸν)... ἐκαλλιρέοντο σφάζοντες ἵππους, - τὸ ἐς τὸν συναπτέον τ ῷ σφάζοντες. 2) μετ’ αἰτ., θυσιάζω μετὰ καλῶν οἰωνῶν, ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν Θεόκρ. 5. 148· καλλιερεῖν βοῦν Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 21 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Saupp. κοινῶς: καὶ ἄλλ’ ἱερεῖα)· ἑαυτὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 69· ἀπολ., κ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 791Α· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 1181. - Παθ., ἐὰν καὶ καλλιερηθῇ τοῖς θεοῖς Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 8. ΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς θυσίας, παρέχω καλοὺς οἰωνοὺς, εἶμαι εὐοίωνος, καλλιρησάντων τῶν ἱρῶν (οὕτως ὁ Λίβιος, litato, perlitato) Ἡρόδ. 9. 19· καλλιρῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο τὰ ἱρὰ, αἱ θυσίαι δὲν παρεῖχον καλοὺς οἰωνούς, ἦσαν ἐπιμόνως δυσοίωνοι, ὁ αὐτ. 7. 134· ὥς σφι ἐκαλλιέρεε τὰ ἱρά, τὸ πρόσω ἐπορεύοντο ὁ αὐτ. 9. 19· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐκαλλιέρεε τοῖσι Πέρσῃσι ὥστε μάχεσθαι αὐτόθι 38· οὐδαμῶς ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν ὁ αὐτ. 6. 76· κατ’ ἀντίθεσιν δὲ πρὸς τοῦτο ἔχει ἐν 9. 39, καλὰ ἐγίνετο τὰ ἱρά· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: καλλιερεῖν· θύειν, ἱερουργεῖν, καλῶς τὰ ἱερὰ ποιεῖν (καλῶς τοῖς ἱεροῖς χρήσασθαι)». - Κατὰ Σουΐδ. «Ἕλληνες δὲ τότε καλλιερεῖν νομίζουσιν ὅταν δαίμονί τινι θύσαντες αἰσίων ἐπιτύχωσι σημείων ἐν τῷ ἥπατι τοῦ ἱερείου».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καλλιερήσω, ao. ἐκαλλιέρησα, pf. κακαλλιέρηκα, pqp. ἐκεκαλλιερήκειν;
offrir un sacrifice favorable, sacrifier sous d’heureux auspices : τοῖς θεοῖς XÉN aux dieux ; τινα qqn ; avec un inf. : οὐ γὰρ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν HDT car il ne pouvait obtenir d’auspices favorables à son passage ; Pass. être offert sous d’heureux auspices, se produire avec des présages favorables;
Moy. καλλιερέομαι-οῦμαι au sens tr.
Étymologie: καλός, ἱερόν.

Greek Monotonic

καλλῐερέω: Ιων. καλλ-ῑρέω· παρακ. κεκαλλιέρηκα· (ἱερόν
I. 1. έχω ευνοϊκά σημάδια σε μια θυσία, δέχομαι καλούς οιωνούς για την ανάληψη ενός εγχειρήματος, Λατ. litare, perlitare, σε Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ., θυσιάζω με καλούς οιωνούς, σε Θεόκρ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Αριστοφ.
II. λέγεται για την ίδια την θυσία, παρέχω καλούς οιωνούς, είμαι ευνοϊκός, ευοίωνος, καλλιρῆσαι οὐκ ἐδύνατο (τὰ ἱρά), οι θυσίες δεν παρείχαν καλούς οιωνούς, σε Ηρόδ.· ὥς σφι ἐκαλλιρέετο (τὰ ἱρά), στον ίδ.· επίσης με απαρ., οὐκ ἐκαλλίρεε διαβαίνειν μιν, οι θυσίες δεν ήταν ευνοϊκές, ευοίωνες για την διάβασή του, στον ίδ. — Μέσ., ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καλλιερέω: тж. med. при благоприятных предзнаменованиях совершать жертвоприношение, приносить в жертву (ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν Theocr.; ἑαυτόν Plut.): ἐπεὶ ἐκαλλιερήσαντο Xen. после того, как жертвоприношения оказались успешными; οὐκ ἐκαλλιέρεε διαβαίνειν μιν Her. жертвоприношение оказалось не в пользу его (т. е. Клеомена) переправы; καλλιερησάντων τῶν ἱερῶν Her. когда жертвоприношения ознаменовались благоприятными приметами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιερέω [καλός, ἱερόν] Ion. imperf. 3 sing. ἐκαλλιέρεε, med. 3 sing. ἐκαλλιερέετο, 3 plur. ἐκαλλιερέοντο; aor. ἐκαλλιέρησα, aor. pass. ἐκαλλιερήθην; ptc. perf. act. κεκαλλιερηκώς, plqperf. ἐκεκαλλιερήκειν; perf. med.-pass. κεκαλλιέρημαι; fut. καλλιερήσω met goede voortekenen offeren:; κ. ταῖς Νύμφαις τὰν ἀμνόν onder gunstige voortekenen een lam aan de nimfen offeren Theocr. 5.148; abs. goede voortekenen verkrijgen:; καλλιερῆσαι θυομένοισι οὐκ ἐδύνατο het lukte hun niet bij het offer gunstige tekens te krijgen Hdt. 7.134.2; ook med.: ἐς τὸν ( ποταμόν ) οἱ Μάγοι ἐκαλλιερέοντο σφάζοντες ἵππους λευκούς en toen ze aan deze rivier witte paarden offerden kregen de Magiërs gunstige tekens Hdt. 7.113.2. gunstig uitvallen (van offers); καλλιερησάντων τῶν ἱρῶν toen de offers gunstig uitvielen Hdt. 9.19.2; met inf.:; οὐ... ἐκαλλιέρεε... διαβαίνειν de offers vielen niet goed uit om de overtocht te maken Hdt. 6.76.2; met ὥστε en inf.:: οὐκ ἐκαλλιέρεε ὥστε μάχεσθαι de offers waren niet gunstig om te vechten Hdt. 9.38.2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: bring καλὰ ἱερα, sacrifice favourably (IA.), intr. unpers. (of the sacrifice). form καλὰ ἱερα, be favourable (Hdt.);
Other forms: Aor. καλλιερῆσαι (IA.), perf. κεκαλλιέρηκα (X.)
Derivatives: καλλιέρησις (Attiaca), -ημα (H., EM); Dor. καλλιαρία (Kos; from *καλλιαρέω).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: - Composition from καλὰ ἱερά (cf. Schwyzer 726) with adaptation of the 1. member to the nominal compp. with καλλι-; s. καλός.

Middle Liddell

καλλ-ῐερέω, ἱερόν
I. to have favourable signs in a sacrifice, to obtain good omens for an undertaking, Lat. litare, perlitare, Xen.; so in Mid., Hdt., etc.
2. c. acc. to sacrifice with good omens, Theocr.:—so in Mid., Ar.
II. of the offering, to give good omens, be favourable, καλλιρῆσαι οὐκ ἐδύνατο [τὰ ἱρά] the sacrifices would not give good omens, Hdt.; ὥς σφι ἐκαλλιρέετο [τὰ ἱρά] Hdt.; also c. inf., οὐκ ἐκαλλίρεε διαβαίνειν μιν the sacrifices were not favourable for his crossing, Hdt.:—in Mid., ὡς οὐδὲ ταῦτα ἐκαλλιερεῖτο Xen.

Frisk Etymology German

καλλιερέω: {kallieréō}
Forms: Aor. καλλιερῆσαι (ion. att.), Perf. κεκαλλιέρηκα (X. u. a.)
Grammar: v.
Meaning: καλὰ ἱερά verrichten, glücklich opfern (ion. att.), intr. unpers. (vom Opfer). καλὰ ἱερά bilden, glücklich ausfallen (Hdt.);
Derivative: davon καλλιέρησις (Attika), -ημα (H., EM); dor. καλλιαρία (Kos; von *καλλιαρέω).
Etymology : Zusammenbildung aus καλὰ ἱερά (vgl. Schwyzer 726) mit Angleichung des Vorderglieds an die Nominalkompp. auf καλλι-; s. καλός.
Page 1,765