νηφαλέος
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
α, ον, A = νηφάλιος, Hdn.Gr.2.908, al.; = σώφρων, Suid., cf. Max.Tyr.9.3, Agath.2.3, Sch.Il.23.398 (Sup.). Adv. -έως sanely, ξυντελέσαι δόμον Aret.SD1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νηφᾰλέος: -α, -ον, = νηφάλιος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
English (Thayer)
(so st in bez νηφαλαιος), after a later form) and νηφάλιος (alone well attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors generally of three term.; from νήφω), sober, temperate; abstaining from wine, either entirely (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at least from its immoderate use: Aeschylus and Plutarch, of things free from all infusion or addition of wine, as vessels, offerings, etc.)
Greek Monolingual
νηφαλέος, -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)
1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος
2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός.
επίρρ...
νηφαλέως (ΑΜ)
με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. του νηφάλιος σχηματισμένο κατά τα επίθ. σε -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος). Λιγότερο πιθ. είναι η άποψη ότι η λ. παράγεται από το νήφω.
Chinese
原文音譯:nhf£lioj, (nhf£leoj) 尼法利哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:(反)飲
字義溯源:清醒的,有節制的,節制,禁酒的,適度的;源自(νήφω)*=禁戒酒)
出現次數:總共(3);提前(2);多(1)
譯字彙編:
1) 有節制(2) 提前3:2; 提前3:11;
2) 節制(1) 多2:2