ἦτορ

From LSJ
Revision as of 12:55, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦτορ Medium diacritics: ἦτορ Low diacritics: ήτορ Capitals: ΗΤΟΡ
Transliteration A: ē̂tor Transliteration B: ētor Transliteration C: itor Beta Code: h)=tor

English (LSJ)

τό, Ep. and Lyr. word, always in nom. or acc.; exc. dat. A ἤτορι Simon.37.6 codd. Ath.:—heart. ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. ἀνὰ στόμα my heart beats up to my throat, Il.22.452; the seat of life, life, φίλον ἦ. ὀλέσσαι 5.250, etc.; λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦ. 21.114, etc.; ἀνέψυχον φίλον ἦ. 13.84; τὰς δ' ἐσσυμένως λίπεν ἦ. Q.S.1.257 (v.l.): most freq., as the seat of feeling, passion, desire, etc., ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἧ. Il.21.389; κατεπλήγη φίλον ἦ. 3.31; ἄχεϊ βεβολημένος ἦ. 9.9; μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦ. Od.4.467; ἐν δέ οἱ ἦ. χαίρει A.R.4.169; βοᾷ <μοι> μελέων ἔντοσθεν ἦ. A.Pers.991 (lyr.); ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦ. Il. 19.307; ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦ. Od.19.136; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦ. Pi.O.1.4; Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦ. ἔχοντας Hes.Th.139; ἦ. ἄλκιμον Pi.N.8.24 (so ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Il.20.169); of the reasoning powers, ἐν δέ οἱ ἦ. στήθεσσιν . . διάνδιχα μερμήριξεν Il. 1.188, cf. 15.252; Ζηνὸς ἦ. λιταῖς ἔπεισε Pi.O.2.79. (Cf. OHG. ādara, OE. æ[combacute]dre 'vein', pl. 'kidneys'.)

German (Pape)

[Seite 1179] ορος, τό (ἄω, ἄημι), fast nur im nom. u. acc., der dat. ἤτορι Simonids bei Ath. IX, 396 e, – das Herz, ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ, mir schlägt das Herz in der Brust, Il. 22, 452; dah. das Leben, μήπως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς, 5, 250. 11, 115. 24, 50. Aehnlich ἀνέψυχον φίλον ἦτορ 13, 84, sie erholten sich; vgl. ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ 15, 252; τοῦ δ' αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, 21, 114 u. öfter; wie auch wir sagen: es brach ihm das Herz, gew. bei gewaltigem Schreck, wo die Pulse stocken. Übertr. wie unser "Herz", als Organ von Freude u. Schmerz, Il. 9, 9. 21, 389. 22, 166 Od. 1, 48; βοᾷ μελέων ἔνδοθεν ἦτορ Aesch. Pers. 953 (sonst nicht bei Tragg.); Hoffnung u. Muth, Furcht u. Feigheit, Il. 3, 31. 5, 529. 15, 166. 16, 242. 19, 169 Od. 4, 774. 467. 481; dah. χάλκεον ἦτορ, Il. 2, 490; Wünsche u. Neigungen, 19, 307 Od. 19, 136 u. oft. Hom. verbindet auch ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσι λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν, Il. 1, 188, vgl. 15, 252; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίεται ἦτορ, 8, 413; sogar ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ, 20, 169, während sonst κραδίη dem ἦτορ gleichbedeutend gebraucht wird; Pind. vrbdt ἄλκιμον ἧτορ, N. 8, 24, u. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον ἦτορ, Ol. 1, 4. Sp. D., wie Ap. Rh. ἐν δέ οἱ ἦτορ χαίρει 4, 169, τὰς λίπεν ἦτορ, sie starben, Qu. Sm. 1, 257.

Greek (Liddell-Scott)

ἦτορ: τό, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ ὀνομ. ἢ αἰτιατ.· δοτ. ἤτορι Σιμων. 44. 6 (διάφ. γραφ. ἤθεϊ). Ἡ καρδία ὡς μέρος τοῦ σώματος, μόνον ἐν Ἱλ. Χ. 452, ἐν δὲ μοι αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ, εἰς τὸ στῆθὸς μου κτυπεῖ ἡ καρδία μου· - ἀκολούθως ὡς ἡ ἕδρα τῆς ζωῆς, ζωή, φίλον ἦτ. ὀλέσαι Ἰλ. Ε. 250, κτλ.· λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτ. Φ. 114, κτλ.· ἀνέψυχον φίλον ἦτ. Ν. 84· - ἀκολούθως, ὡς ἡ ἕδρα τῶν αἰσθημάτων, ὡς καὶ ἡμεῖς λέγομεν ἡ καρδία, σχεδὸν συνωνύμως τῷ θυμὸς (ὃ ἴδε), ἐγέλασσε δὲ οἱ φίλον ἦτ. Φ. 389· κατεπλήγη φίλον ἦτ. Γ. 31· ἄχεϊ βεβολημένος ἦτ. Ι. 9· μινύθει δὲ μοι ἔνθοδεν ἦτ. Ὀδ. Δ. 467, κτλ.· ὡσαύτως, ὡς ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν, ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτ. Ἰλ. Τ. 307· ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦτ. Ὀδ. Τ. 136· ἐπὶ τῆς δυνάμεως τοῦ κρίνειν, ἐν δὲ οἱ ἦτ. στήθεσσιν… διάνδιχα μερμήριξεν Ἰλ. Α. 188, πρβλ. Ο. 252. - Ὅτι ὁ Ὅμηρος ἐθεώρει αὐτὸ ὡς τὶ ἁπτὸν καὶ ὑλικόν, φαίνεται ἐκ τῶν χωρίων ὅσα παριστῶσι τὸ ἦτορ ὡς κείμενον ἐν στήθεσι· ἐν Ἰλ. Υ. 169 τοποθετεῖται ἐν κραδίῃ, ἥτις ἐνταῦθα πρέπει νὰ ἔχῃ εὐρυτέραν σημασίαν, ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται αὐτὴν γενικῶς ὡς τὸ ἦτορ. - Λέξις ἐπική, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Σιμων. καὶ Πινδάρῳ, ὡς καὶ ἐν χορικῷ τοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 992.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc.
I. poumon;
II. cœur :
1 comme siège de la vie;
2 cœur, siège des sentiments, des désirs;
3 cœur, siège de l’intelligence.
Étymologie: DELG cf. mha ader « veine, nerf ».
Par. θυμός.

English (Autenrieth)

ορος: heart, Il. 2.490, Il. 10.93; always fig., as typical of life, or thought, or feeling; ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ, Il. 20.169.

English (Slater)

ἦτορ (ἦτορ, ἤτορι, ἦτορ, ἦτορ.)
   1 heart, as seat of the thoughts and passions. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ (O. 1.4) Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (O. 2.79) “χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” (O. 4.25) “μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα” (P. 9.32) ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν (N. 4.35) τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶνπλεῖστος (N. 7.24) ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (N. 8.24) ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ (I. 3.11) ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν (Pae. 6.12)

Greek Monolingual

ἦτορ, το (Α)
(επικ. και λυρ. λέξη
στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ.
η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.)
1. η καρδιά α) ως μέλος του ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
β) ως έδρα της ψυχής, της ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς», Ομ. Ιλ.)
γ) ως έδρα τών συναισθημάτων, κυρίως της χαράς, της λύπης, της οργής, της δυσαρεστήσεως («Ἀτρεΐδης δ' ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
δ) γενικώς ως έδρα τών επιθυμιών και κάθε εκδήλωσης του ψυχικού ή διανοητικού βίου («κατεπλήγη φίλον ἦτορ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θ. σε -r που στην αιολ. διάλεκτο αντιπροσωπεύεται ως -ορ (ή -ρο) (πρβλ. τέτ-ορ-τος αντί τέτ-αρ-τος). Η λ. συνδέεται με αρχ. ισλ. œ?r «φλέβα», αρχ. άνω γερμ. ād(a)ra, μσν. άνω γερμ. āder «φλέβα, νεύρο», στον πληθ. «έντερα». Η λ. δήλωνε την «καρδιά» περισσότερο ως έδρα τών συναισθημάτων παρά ως όργανο του σώματος.
ΠΑΡ. ήτρον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. μεγαλήτωρ, φιλήτωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἦτορ: ορος τό преимущ. indecl.
1) сердце: ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. Hom. у меня самой (Андромахи) в груди сердце рвется наружу;
2) душа, дух, перен. жизнь: ἐπεὶ ἦ. ἀπηύρα Hom. после того как (Ахилл) отнял жизнь (у Гектора); κατεπλήγη ἦ. Hom. (Парис) пал духом (оробел);
3) сила, бодрость: οἳ παρὰ νηυσὶ ἀνέψυχον ἦ. Hom. (ахейцы), которые (сидя) у кораблей освежали (свои) силы;
4) гнев, ярость: ἔν οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Hom. в сердце у него (льва) бушует ярость.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: heart; on the meaning Bolelli Ann. d. Scuola Norm. di Pisa 17, 65ff. and M. Biraud, LAMA 10 (1989) 1-32 (Il.)
Other forms: only nom.-acc. except ἤτορι (Pi., Simon.)
Compounds: As 2. member in μεγαλ-ήτωρ, -ορος great-hearted (Il.).
Derivatives: ἦτρον n. abdomen (IA; on the formation Schwyzer 461) with ἠτριαῖος belonging to the abdomen (Ar.); cf. e. g. νεφρ-ιαῖος and Chantraine Formation 49.
Origin: IE [Indo-European] [344] *h₁eh₁tr̥ heart, intestines
Etymology: Old r(-n?)-stem with Aeol. -ορ for zero grade -αρ (J. Schmidt Pluralbild. 177, Sommer Nominalkomp. 135). The word is also found in Germanic and Celtic, e. g. OWNo. æðr f. wein, OHG ād(a)ra, MHG āder Ader, vein, pl. intestines, OIr. inathar (< *en-ōtro-) intestines (Fick 1, 366, J. Schmidt Pluralbild. 198); further Pok. 344. - On the meaning heart ἦτορ intestines cf. e. g. OE hreðer breast, belly, heart, OHG herdar intestines;
See also: s. also κῆρ, καρδία.

Middle Liddell

[in Hom. always in nom. or acc.]
the heart as a part of the body, Il.:—then, as the seat of life, life, ἦτορ ὀλέσσαι Il.:—as the seat of feeling, the heart, Il., etc.

Frisk Etymology German

ἦτορ: (ep. lyr. seit Il.),
{ē̃tor}
Forms: nur Nom.-Akk. bis auf ἤτορι (Pi., Simon.)
Grammar: n.
Meaning: Herz (zur Bed. Bolelli Ann. d. Scuola Norm. di Pisa 17, 65ff.).
Composita : Als Hinterglied in μεγαλήτωρ, -ορος hochherzig (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon ἦτρον n. Unterleib (ion. att.; zur Bildung Schwyzer 461) mit ἠτριαῖος zum Unterleib gehörig (Ar. u. a.); vgl. z. B. νεφριαῖος und Chantraine Formation 49.
Etymology : Alter r(-n?)-Stamm mit äol. -ορ für schwundstufiges -αρ (J. Schmidt Pluralbild. 177, Sommer Nominalkomp. 135). Das Wort ist auch im Germanischen und Keltischen nachzuweisen, z. B. awno. ǣðr f. Ader, ahd. ād(a)ra, mhd. āderAder, Sehne’, pl. Eingeweide, air. inathar (aus *en-ōtro-) Eingeweide (Fick 1, 366, J. Schmidt Pluralbild. 198); weitere Einzelheiten bei WP. 1, 117, Pok. 344. — Zur Bed. Herz ~ Eingeweide vgl. z. B. ags. hreðer Brust, Bauch, Herz, ahd. herdar Eingeweide; s. auch zu κῆρ, καρδία.
Page 1,645