ἐπόπτης

From LSJ
Revision as of 10:50, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόπτης Medium diacritics: ἐπόπτης Low diacritics: επόπτης Capitals: ΕΠΟΠΤΗΣ
Transliteration A: epóptēs Transliteration B: epoptēs Transliteration C: epoptis Beta Code: e)po/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἐπόψομαι) A overseer, watcher, esp. of a god, Πυθῶνος Pi.N.9.5, cf. Epich.266 ; ὁ πάντων ἐ. θεός LXX Es.5.1 ; title of Poseidon, Paus.8.30.1 ; of the Sun, OGI666.25 (Egypt, i A. D.); δαίμονες ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων Ti.Locr. 105a ; ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων D.4.25 ; ἐ. γῆς καὶ θαλάσσης, of Pompey, JHS27.64 (Cyzicus); of Augustus, IGRom.4.309 (Pergam.); ἐ. εἰρήνης, of a police magistrate, POxy.991 (iv A.D.). 2 simply, spectator, πόνων A.Pr.301. 3 inspector, Cod.Just.10.16.13 Intr. II one admitted to the highest grade of the mysteries, IG12.6.51, Plu.Alc.22, etc., cf. ἐφόπται IG12(8).205.3 (Samothrace) : c. gen., μυστηρίων ἐ. Michel1141 (ibid.) ; τινος PMag.Lond.121.572 : metaph., ἐ. τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος 2 Ep.Pet.1.16.

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, der Etwas ansieht, beschaut, Zuschauer, Aufseher; Πυθῶνος ἐπόπται heißen Pind. N. 9, 5 Apollo u. Artemis; πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπ. Aesch. Prom. 299; τῶν ἀνθρωπίνων Tim. Locr. 105; στρατιώτας ὥςπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντες Dem. 4, 25; Ath. V, 206 d u. A. – Der zum dritten u. höchsten Grade in den eleusinischen Mysterien Gelangte, der Schauende, Epopt, Plut. Alc. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόπτης: -ου, ὁ, (ἐπόψομαι, ἐφοράω) ὁ ἐπιβλέπων, φύλαξ, ἰδίως ἐπὶ θεοῦ, Πινδ. Ν. 9. 12· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Παυσ. 8. 30, 1· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4699· ἐπ. πόνων, θεατής, Αἰσχύλ. Πρ. 299· τῶν ἀνθρωπίνων Τίμ. Λοκρ. 105Α· ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων Δημ. 47. 5. ΙΙ. ὁ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸν τρίτον καὶ ἀνώτατον βαθμὸν τῆς μυήσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἀλλ’ ἴδε μύστης), Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 7, 2158, Πλουτ. Ἀλκ. 22· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ, ἐποπτικός. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui observe, qui veille à ou sur, qui préside à;
2 particul. qui contemple (les mystères), càd initié du plus haut degré aux mystères d’Éleusis.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Spanish

vigilante, iniciado en los misterios

English (Strong)

from ἐπί and a presumed derivative of ὀπτάνομαι; a looker-on: eye-witness.

English (Thayer)

ἐπόπτου, ὁ (from unused ἐπόπτω);
1. an overseer, inspector, see ἐπίσκοπος; (Aeschylus, Pindar, others; of God, in ἀνθρωπίνων ἔργων, Clement of Rome, 1 Corinthians 59,3 [ET]).
2. a spectator, eye-witness of anything: so in ἐπόπται by the Greeks who had attained to the third (i. e. the highest) grade of the Eleusinian mysteries (Plutarch, Alcib. 22, and elsewhere), the word seems to be used here to designate those privileged to be present at the heavenly spectacle of the transfiguration of Christ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης
θηλ. Α ἐπόπτις
Μ ἐπόπτρια)
αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης (νεώς)», Αθήν.)
αρχ.-μσν.
αυτός που τά βλέπει όλα, προστάτης («ἐπικαλεσαμένη τὸν πάντων ἐπόπτην θεόν», ΠΔ)
αρχ.
1. θεατής, παρατηρητής («καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπόπτης», Αισχύλ.)
3. αυτόπτης μάρτυρας («ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος [του Χριστού]», ΚΔ)
4. αυτός που μυήθηκε στον τρίτο και τελευταίο βαθμό τών ελευσίνιων μυστηρίων, ο θεωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -όπτης (< όπωπα), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δι-όπτης, κατ-όπτης)].

Greek Monotonic

ἐπόπτης: -ου, ὁ (ἐπόψομαι, μέλ. του ἐφοράω
I. επιστάτης, επόπτης, ἐπόπτης πόνου, θεατής, σε Αισχύλ.· ἐπ. τῶν στρατηγουμένων, σε Δημ.
II. αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόπτης: дор. ἐπόπτας, ου ὁ
1) (на что-л.) взирающий, наблюдающий, созерцатель, свидетель (πόνων Aesch.; τῶν ἀνθρωπίνων Plat.; τῶν στρατηγουμένων Dem.);
2) страж (Πυθῶνος Pind.);
3) культ. эпопт, «созерцатель» (высшая ступень посвященных в Элевсинские мистерии) Plut.

Middle Liddell

ἐπόπτης, ου, ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω
I. an overseer, watcher, ἐπ. πόνων a spectator, Aesch.; ἐπ. τῶν στρατηγουμένων Dem.
II. one admitted to the highest mysteries, Plut.

Chinese

原文音譯:™pÒpthj 誒普-哦普帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-觀看(者) 相當於: (רָאָה‎ / רָאֶה‎ / רְאוּת‎)
字義溯源:親眼見過,目擊者,旁觀者;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 我們⋯親眼見過(1) 彼後1:16

English (Woodhouse)

spectator, eye witness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)