φλόξ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ, gen. φλογός: (φλέγω):—A flame of fire, Od.24.71, etc.; δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Il.8.135; τῆς δὲ [νηὸς] κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ 16.123; κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη 9.212; more fully, φλὸξ Ἡφαίστοιο Il.17.88, Od. l.c.; πυρός Pi.P.4.225, E.Ba.8, Heracl.914 (lyr.), Pl.Ti.83b, etc. (but also φλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.8.56); φλογὸς σπέρμα, of live charcoal, Pi.O.7.48; ἀναιθύσσειν, θύειν, E.Tr.344, IT1331; ἐγείρειν, παρακαλεῖν, X. Smp.2.24, Cyr.7.5.23; ἐμβαλεῖν τινι E.Alc.4, Rh.120; σβέσαι Th.2.77; φ. ἀπέσσυτο Hes.Th.859; ἀπορρέουσα Pl.Ti.67c; φλογὸς ἀποσβεσθείσης ib.58c: later in plural, flames, meteors, Arist.Mete.341b2, Mu.392b3, 400a30, Orph.L.178, Nic.Fr.74.48. 2 fire as an element, φλογὸς αἶσα Parm.12.2; φ. ἱλάειρα Emp.85. 3 of other kinds of flame, φλόξ κεραυνία, φλόξ οὐρανία, of lightning, A.Pr.1017, E.Med. 144 (anap.); of the heat of the sun, A.Pr.22, Pers.505, S.Tr.696; flash of a miraculous cloud, Il.18.206; of precious stones, ψυχρὰ φ. Pi.Fr. 123.5; the blade of a sword, LXX Jd.3.22, Aq., Thd.1 Ki.17.7. 4 in similes and metaphors, φλογὶ εἴκελος, ἶσος, of fiery warriors, Il.13.330, 39; φλόξ οἴνου = the fiery strength of wine, E.Alc.758; φλόξ πήματος S.OT166 (lyr.). II wallflower, Cheiranthus cheiri, Erysimum cheiri, Thphr.HP6.6.2.
German (Pape)
[Seite 1293] ἡ, φλογός, die Flamme, jedes helle, hoch auflodernde Feuer; oft in der Il., z. B. δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο 8, 135; ἐπεὶ κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη 9, 212; in der Od. nur 24, 71, ἐπεὶ δέ σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο; oft bei Hes.; Pind. Ol. 7, 48 u. sonst; Tragg.: von dem Blitz, καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Aesch. Prom. 359; ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ 994, vgl. 1019; von der Sonne, 22 Pers. 497; Soph. Tr. 693 O. R. 1425, vom Feuer; auch übertr., vom Leid, 166; φλὸξ οὐρανία, der Blitz, Eur. Med. 144, u. öfter; selbst οἴνου, Alc. 758; auch in Prosa, wie Plat. Tim. 67 c; φλόγα παρακαλεῖν, ἐγείρειν, Xen. Cyr. 7, 5,23 Conv. 2, 24; bei sp. D. auch im plur. nicht selten, wie in späterer Prosa, vgl. L. Dind. Xen. Conv. 2, 24; λύχνος ἔχων φλόγας ἀνακεχυμένας Ath. 475.
Greek (Liddell-Scott)
φλόξ: ἡ, γενικ. φλογός· (φλέγω)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλόγα», Ὀδ. Ω. 71, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλ.· δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Θ. 135· τῆς δὲ [νηὸς] κατ’ ἄσβεστος κέχυτο φλὸξ Π. 123· κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλόξ ἐμαράνθη Θ. 212· πληρέστερον, φλὸξ Ἡφαίστοιο Ἰλ. Ρ. 88, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πυρὸς Πινδ. Π. 4. 400, Εὐρ. Βάκχ. 8, Ἡρακλ. 914, Πλάτ., κλπ.· φλογὸς σπέρμα, ἀνημμένος ἄνθραξ, Πινδ. Ο. 7. 87. φλόγα δαίειν Ἰλ. Σ. 206· ἀναιθύσσειν, θύειν Εὐρ. ἐν Τρῳ. 344· ἐν Ι. Τ. 1331· ἐγείρειν, παρακαλεῖν Ξεν. Συμπ. 2. 24, Κύρ. Παιδ. 7. 5, 23· ἐμβάλλειν τινὶ Εὐρ. Ἄλκ. 4, Ρῆσ. 120· σβέσαι Θουκ. 2. 77· ― φλὸξ ὦρτο, κατακέχυτο Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀπέσσυτο Ἡσ. Θεογ. 859· ἀπορρεῖ Πλάτ. Τίμ. 67C· ἀποσβέννυται αὐτόθι 58C· ― ὁ πληθ. φλόγες = μετέωρα, εἶναι μεταγενέστ., Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 1, π. Κόσμ. 2. 11, Ὀρφ. Λιθ. 176, Νικ. Ἀποσπ. 2. 48 (παρ’ Ἀθην. 684Α), πρβλ. L. Dind. εἰς Ξεν. Συμπ. 2. 24. 2) ἐπὶ φλογὸς ἄλλου εἴδους, φλ. κεραυνία, οὐρανία, κεραυνός, ἀστραπή, Αἰσχύλ. Πρ. 359, 922, 992, 1017, Εὐρ. Μήδ. 144· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Πρ. 22, Πέρσ. 505, Σοφ. Τραχ. 696· ― ἡ λάμψις στιλβούσης περικεφαλαίας, Ἰλ. Σ. 206· ― ἐπὶ πολυτίμων λίθων, ψυχρὰ φλ. Πινδ. Ἀποσπ. 88. 5· ἐπὶ ξίφους, Ἑβδ. (Κριτ. Γ΄, 22). 3) μεταφορ., ὁ Ὅμ. περιγράφει ὁρμητικὸν πολεμιστὴν διὰ τῆς φράσεως, φλογὶ εἴκελος, ἶσος Ἰλ. Ν. 39, 330, 668, κλπ.· ― φλ. οἴνου, ἡ φλογερὰ δύναμις τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 758· φλ. πήματος Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 166· ― ἴδε ἐν λ. φαεσφόρος. ΙΙ. φυτόν τι (καλούμενον παρὰ Πλινίῳ Viola alba 21. 38), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
φλογός (ἡ) :
I. flamme, particul. :
1 flamme du feu;
2 flamme en gén.
3 fig. ardeur;
II. phlox, sorte de plante.
Étymologie: φλέγω.
English (Autenrieth)
φλογός (φλέγω): flame, blaze. (Il. and Od. 24.71.)
English (Slater)
φλόξ (φλόξ, φλογός, φλογί, φλόγ(α))
1 fire αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ (O. 7.48) πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός (P. 4.225) τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65) φλόγα δερκομ[ Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6.
Spanish
English (Strong)
from a primary phlego (to "flash" or "flame"); a blaze: flame(-ing).
English (Thayer)
genitive φλογός, ἡ (φλέγω (to burn; cf. Latin 'flagro', etc.)), from Homer down, the Sept. for לַהַב and לֶהָבָה, a flame: φλόξ πυρός and πῦρ φλογός see πῦρ, p. 558{a}.
Greek Monolingual
η / φλόξ, -ογός, ΝΜΑ
βλ. φλόγα.
Greek Monotonic
φλόξ: ἡ, γεν. φλογός, (φλέγω), φλόγα της φωτιάς, σε Όμηρ.· φλόγα δαίειν, ανάβω φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐγείρειν, σε Ξεν.· σβέσαι, σβήνω τη φλόγα, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για αστραπές, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για τη θερμότητα του ήλιου, σε Αισχύλ.· φλόγα ή λάμψη αστραφτερής περικεφαλαίας, σε Ομήρ. Ιλ.· φλὸξ οἴνου, η φλογερή δύναμη του κρασιού, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φλόξ: φλογός ἡ
1) пламя (πῦρ καὶ φ., ἀσβέστη φ., φλογὶ εἴκελος ἀλκή Hom.): πυρὸς φ. Eur. пламя костра; κεραυνία φ. Aesch. молния; μηρίων φ. Soph. пламя, охватившее бедра (жертвенных животных); φ. ἡλίου Soph. солнечный жар; φ. πήματος Soph. пламя беды, т. е. страшное несчастье; φ. οἴνου Eur. пламя, т. е. крепость вина;
2) огненное тело, метеор (αἱ φλόγες καὶ οἱ ἀστέρες Arst.).
Middle Liddell
φλέγω
a flame of fire, Hom.; φλόγα δαίειν to kindle a flame, Il.; ἐγείρειν Xen.; σβέσαι to put it out, Thuc.; also of lightning, Aesch., Eur.; of the heat of the sun, Aesch.; the flame or flash of a bright helmet, Il.; —φλ. οἴνου the fiery strength of wine, Eur.
Chinese
原文音譯:flÒx 弗羅克士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:火焰 相當於: (לַבָּה) (לַהַב)
字義溯源:火焰,燃燒的火,焰;源自(κημόω / φιμόω)X*=焚燒,閃光)。參讀 (ἀνθρακιά)同義字
出現次數:總共(7);路(1);徒(1);帖後(1);來(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 焰(6) 徒7:30; 帖後1:8; 來1:7; 啓1:14; 啓2:18; 啓19:12;
2) 火焰(1) 路16:24
English (Woodhouse)
Translations
Afrikaans: vlam; Albanian: flakë; Arabic: لَهَب, شُعْلَة; Armenian: բոց, հուր; Aromanian: fleamã, pirã; Asturian: llama; Azerbaijani: alov; Bashkir: ялҡын; Basque: kar, gar, sugar; Belarusian: по́лымя; Bengali: শিখা, জ্বালা; Breton: flamm; Bulgarian: пла́мък; Burmese: တန်ဆောင်; Catalan: flama; Chichewa: lawi; Chinese Dungan: хуәщир; Mandarin: 火焰; Czech: plamen; Danish: flamme, lue; Dutch: vlam, laai; Esperanto: flamo; Estonian: leek; Finnish: liekki; French: flamme; Old French: flamme; Friulian: flame; Galician: chama; Georgian: ალი; German: Flamme, Lohe; Greek: φλόγα; Ancient Greek: φλόξ; Guaraní: tatarendy; Haitian Creole: flanm; Hebrew: לֶהָבָה, אֵשׁ; Hindi: लौ, ज्वाला, शोला, लपट; Hungarian: láng; Icelandic: logi; Indonesian: nyala; Interlingua: flamma; Irish: lasair; Italian: fiamma; Japanese: 炎, 火炎; Kazakh: жалын; Khmer: សិខិន, សុស្ម័ន; Korean: 불꽃, 불길; Kyrgyz: жалын; Lao: ຊະວາລະ, ແປວໄຟ; Latgalian: līsme; Latin: flamma; Latvian: liesma, guns; Lithuanian: liepsna; Macedonian: пламен; Malagasy: lelàfo; Malay: api, nyala; Maltese: fjamma; Maori: mura; Mongolian Cyrillic: дөл; Uyghurjin: ᠳᠥᠯᠦ; Nahuatl: cuezaltol; Navajo: kǫʼ; Nogai: ялын; Norwegian Bokmål: flamme, lue; Nynorsk: flamme, lue; Occitan: flamba; Old Church Slavonic Cyrillic: пламꙑ; Old English: līeġ; Old French: flamme; Old Japanese: 炎; Persian: شعله, علو; Plautdietsch: Flaum; Polish: płomień; Portuguese: chama, flama; Romanian: flacără, pară, văpaie; Russian: пла́мя, по́лы́мя, пла́мень; Sardinian: fiama, fiamma; Scottish Gaelic: lasair; Serbo-Croatian Cyrillic: пла̏ме̄н; Roman: plȁmēn; Sicilian: ciamma; Slovak: plameň; Slovene: plamen; Spanish: flama, llama; Swedish: flamma, låga; Tajik: шӯъла, аланга, алов; Tamil: பிழம்பு; Telugu: మంట; Thai: เปลวไฟ, อัคนิคณะ; Tocharian B: sleme; Tok Pisin: paia; Tupinambá: ataendy; Turkish: alev; Turkmen: ýalyn; Ukrainian: по́лум'я; Urdu: شعلہ, لو; Uzbek: olov, alanga; Vietnamese: ngọn lửa; Walloon: blame, flame; Welsh: ffagl, fflam; West Frisian: flam; Yiddish: פֿלאַם, פֿײַערצונג; Yámana: šola