εἰσωπός

From LSJ
Revision as of 15:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσωπός Medium diacritics: εἰσωπός Low diacritics: εισωπός Capitals: ΕΙΣΩΠΟΣ
Transliteration A: eisōpós Transliteration B: eisōpos Transliteration C: eisopos Beta Code: ei)swpo/s

English (LSJ)

όν, A within, i.e. between (perhaps connected with ὀπή), εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653 : abs., in harbour, A.R. 2.751. 2 (ὤψ) visible, Arat.79,122.

German (Pape)

[Seite 747] im Angesicht; εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il. 15, 653, Schol. ἐν ὄψει ἔβλεπον, sie hatten die Schiffe, denen sie vorher den Rücken kehrten, vor Augen; so sp. D., εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι, entgegen, Arat. 122; τινί, 79; vgl. Ap. Rh. 2, 751.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσωπός: -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ πρόσωπον, εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς ναῦς ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ αὐτίκα νηῒ διέξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui est en vue de, gén..
Étymologie: εἰς, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
1 c. gen. que está dentro o en medio de εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653, cf. Lyr.Eleg.Adesp.58.12W.
en el interior τῇ ... νηὶ διὲξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποί ... ἔκελσαν A.R.2.751.
2 que está a la vista o en presencia de, visible de constelaciones ἂν διχόμηνι σελήνῃ εἰσωποὶ τελέθοιεν Arat.79, οὐδ' ἔτ' ἔφη εἰ. ἐλεύσεσθαι καλέουσιν Arat.122, cf. Ael.Dion.ε 24.

Greek Monolingual

εἰσωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον
2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο
3. φανερός, ορατός.

Greek Monotonic

εἰσωπός: -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσωπός: находящийся лицом к лицу: εἰσωποὶ ἐγένοντο νεῶν Hom. они оказались перед кораблями.

Middle Liddell

εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]
in sight of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν [the Greeks] stood facing the ships, Il.