χρήσιμος

Revision as of 14:40, 14 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον X.Mem.3.8.8, Pl.Grg.480b, R.333b: (χράμαι):—A useful, serviceable, first in Thgn.406; εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται S.OT878 (lyr.); τὸ χρήσιμον φρενῶν the excellence of... E.Ph.1740 (lyr.); τὸ αὐτίκα χρήσιμον Th.3.56; ἡ διὰ τὸ χ. φιλία Arist.EN1159b13; τὰ χρήσιμα Men.Mon.579; χρήσιμος εἴς τι useful for something, Hdt.4.109, Ar.Pl.493 (anap.), Pl.R.l. c.; ἐπί τι Id.Grg. l. c.; πρός τι E.Hipp.482 (Comp.); ἰδίᾳ ἑκάστῳ χ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα X.Cyr.6.2.34; τοῦτ' οὖν τί ἐστι χρήσιμον; Ar.Nu.202; χρήσιμόν ἐστι, c. inf., Id.Av.382 (troch.). 2 of persons, serviceable, useful, S.Aj.410, D.20.7, etc.; Comp. χρησιμώτερος Pl.Lg.819c: esp., like χρηστός, a good and useful citizen, χ. πόλει E.Or.910; χρήσιμος πολίτης Eup.118; χ. τινι Is.Fr.16.1; ἐπί τι D.25.31; τοὺς εὐπόρους δεῖ χ. αὑτοὺς παρέχειν τοῖς πολίταις to show themselves useful, serviceable to the state, Id.42.22, cf. E.Supp.887, Is.Fr.10.1 (Comp.); τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι more able-bodied, X.Lac.5.9; opp. ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aeschin.1.61. 3 used, made use of, τέμενος χρησιμώτατον a much-frequented sanctuary, dub. in Hdt.2.178. 4 χρησίμη διαθήκη an available (i.e. authentic) will, Is.6.30. 5 νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω money that will not pass abroad, X.Vect.3.2. II Adv., χρησίμως ἔχειν to be serviceable, Th.3.44, X.Cyr.8.5.9; χ. τινὶ σωθῆναι with advantage to him, Th.5.91, cf. J.BJ6.2.9; τὰ χρησίμως λεγόμενα Plu. 2.36d.

German (Pape)

[Seite 1374] auch 2 Endgn, 1) brauchbar, tauglich, geschickt, geeignet, übh. gut u. tauglich in seiner Art; zuerst bei Theogn., häufig bei Her.; ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται Soph. O. R. 878, er kann den Fuß nicht brauchen, nicht fest stehen; πόλει παρασχεῖν σῶμα χρήσιμον Eur. Suppl. 887; Ggstz von ἄχρηστος I. A. 521; λέγει χρησιμώτερα πρὸς συμφοράν Hipp. 482; σώφρονος ἀπιστίας οὐκ ἔστιν οὐδὲν χρησιμώτερον βροτοῖς Mel. 1634; Ar.; u. in Prosa: εἴς τι, Plat. Rep. I, 333 b; ἐπί τι, Gorg. 480 b; πρός τι, Legg. I, 648 a, u. öfter; τὸ χρήσιμον, der Nutzen, Eur. Phoen. 1741; τὸ αὐτίκα χρ. Thuc. 3, 56. – 2) auch von Menschen, tüchtig, bes., wie χρηστός, ein guter, nützlicher Staatsbürger, Wolf Dem. Lpt. p. 222 (19, 7); Soph. Ai. 404; χρήσιμοι πόλει Eur. Or. 908; παρασχεῖν ἑαυτὸν χρήσιμον, sich um den Staat verdient machen, Ggstz ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aesch. 1, 61; χρησιμώτατον πρός τι Arist. Nicom. 10, 1,4; τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι, die mit tüchtigern Leibern, die mehr aushalten oder ihre Leiber besser brauchen können, Xen. Lac. 5, 9; χρήσιμός τι Cyr. 7, 2,29. – Auch = gebraucht, benutzt, τέμενος χρησιμώτατον, ein viel besuchter heiliger Ort, Her. 2, 178.

Greek (Liddell-Scott)

χρήσῐμος: -η, -ον, καὶ παρ’ Ἀττ. συχνότερον, ος, ον Πλάτ. Γοργ. 480Β, Πολ. 333C· (χράομαι)· - ὡς καὶ νῦν, ὁ χρησιμεύων εἴς τι, κατάλληλος πρὸς χρῆσιν, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ὠφέλιμος πρῶτος παρὰ τῷ Θεόγνιδι 406, εἶτα παρ’ Ἡροδ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ.· εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ’ οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται Σοφ. Ο. Τ. 878 (λυρ.)· τὸ χρ. φρενῶν, τὸ ἐξέχον, ἡ ὑπεροχὴ τῶν φρενῶν, Εὐρ. Φοίν. 1741· τὸ αὐτίκα χρ. Θουκ. 3. 56· ἡ διὰ τὸ χρ. φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 8, 6, κλπ.· τὰ χρήσιμα Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 579· - χρ. εἴς τι Ἡρόδ. 4. 109, Ἀριστοφ. Πλ. 493, Πλάτ. Πολ. 333Β ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 480Β· πρός τι Εὐρ. Ἱππόλυτ. 482· ἰδίᾳ ἑκάστῳ χρ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 2, 34· μετ’ ἀπαρ., χρήσιμος, ὠφέλιμος ὅπως πράξῃ τις, Ἀριστοφ. Νεφ. 202· χρήσιμόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 382. 2) ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, ὠφέλιμος, χρήσιμος, Σοφ. Αἴ. 410, Εὐρ., κλπ. - Συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Νόμ. 819C· μάλιστα ὡς τὸ χρηστός, χρ. πόλει Εὐρ. Ὀρ. 910· χρήσιμος πολίτης Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 16· χρ. τινι Ἰσαῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 4· ἐπί τι Δημ. 779. 15, πρβλ. Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. 459. 6· τοὺς εὐπόρους δεῖ χρησίμους ἑαυτοὺς παρέχειν τῇ πόλει Δημ. 1045. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 887, Ἰσαῖος ἐν Ἀποσπ. 3. 1· τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι Ξεν. Λακ. 5. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Αἰσχίνης 9. 21. 3) οὗ ποιεῖταί τις χρῆσιν, τέμενος χρησιμώτατον, ἱερὸν πολὺ συχναζόμενον, Ἡρόδ. 2. 178. 4) χρησίμη διαθήκη, ἰσχύουσα, ἔγκυρος (δηλ. γνησία) διαθήκη, Ἰσαῖος 59. 18. 5) νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω, ὅπερ δὲν «κυκλοφορεῖ», δὲν ἰσχύει ἔξω, Ξεν. Πόροι 3, 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., χρησίμως ἔχειν Θουκ. 3. 44. χρ. τινὶ σωθῆναι, ὠφελίμως αὐτῷ, ὁ αὐτ. 5. 91.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
I. qui rend ou peut rendre service, particul. :
1 utile, profitable, avantageux : χρήσιμος πρός τι, εἴς τι, περί τι, utile à qch, avantageux pour qch ; τὸ χρήσιμον, l'utilité ; τὸ χρήσιμον τινος PLUT l'utilité de qch ; en parl. de pers. παρασχεῖν ἑαυτὸν χρήσιμον SOPH se rendre utile ; οἱ χρήσιμοι DÉM ou τὸ χρήσιμον PLUT les bons citoyens;
2 de bonne qualité ; ποὺς χρήσιμος SOPH pied sûr, ferme ; τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι XÉN hommes mieux constitués;
II. dont on tire parti, utilisé, fréquenté en parl. d'un lieu sacré;
Cp. χρησιμώτερος.
Étymologie: χράομαι.

English (Strong)

from χρῆσις; serviceable: profit.

English (Thayer)

χρησιμη, χρήσιμον (χράομαι), first in Theognis, 406, fit for use, useful: 2 Timothy 2:14.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρήσιμος, -ίμη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
(για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί επωφελώς, ωφέλιμος
αρχ.
1. (ιδίως για πολίτη) αυτός που προσφέρει επωφελείς υπηρεσίες στην πατρίδα του, χρηστός
2. (για τέμενος) αυτός τον οποίο επισκέπτονται πολλοί, πολυσύχναστος
3. (για διαθήκη) έγκυρος
4. (για νόμισμα) αυτός που ισχύει, που αποτελεί το συναλλακτικό μέσο μιας χώρας («νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω», Ξεν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρήσιμον
υπεροχή, ανωτερότητα.
επίρρ...
χρησίμως ΝΜΑ, και χρήσιμα Ν
με χρήσιμο τρόπο, με επωφελή τρόπο
αρχ.
φρ. «χρησίμως ἔχω» — είμαι χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- και κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος). Η αναγωγή της λ. στο θηλ. χρῆσις (πρβλ. βάσις: βάσιμος, στάσις: στάσιμος) παραμένει πιθανή, χωρίς, όμως, να θεωρείται και αναγκαία. Αρχική σημ. του επιθ. χρήσιμος είναι η σημ. «αυτός τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κανείς για βοήθεια, ωφέλιμος», από όπου προήλθε η σημ. «καλός, ικανός» με μια σημασιολογική εξέλιξη ανάλογη με αυτήν του επιθ. χρηστός (βλ. και λ. χρή)].

Greek Monotonic

χρήσῐμος: -η, -ον και -ος, -ον (χράομαι
I. 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, καλός για χρήση, αγαθός, ικανός ή κατάλληλος στο είδος του, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ αὐτίκα χρήσιμον, το παρόν προνόμιο, σε Θουκ.· χρήσιμος εἴς τι, χρήσιμος σε κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ευρ.· χρήσιμος να κάνει κάτι, σε Αριστοφ.
2. ωφέλιμος, χρήσιμος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· χρησίμους ἑαυτούς παρέχειν τῇ πόλει, παρέχουμε τους εαυτούς μας ωφέλιμους στην πόλη, σε Δημ.
3. πολύχρηστος, σε Ηρόδ.
4. νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω, χρήματα που δεν ισχύουν έξω, που δεν «κυκλοφορούν», σε Ξεν.
II. επίρρ., χρησίμως ἔχειν, είμαι ωφέλιμος, σε Θουκ.· χρήσιμός τινι, με ωφέλεια γι' αυτόν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χρήσῐμος: и
1) полезный, пригодный (εἴς τι Her., Arph., Plat., ἐπί и κατά τι Plat., περί τι Isocr. или πρός τι Eur.): οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆσθαι Soph. не быть в состоянии владеть ногами, т. е. не уметь выбраться (из пропасти); τῇ πόλει χρήσιμον παρέχειν ἑαυτόν Dem. или παρασχεῖν σῶμα Eur. стать полезным (родному) городу; τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι Xen. люди физически посильнее; νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω Xen. деньги, не имеющие хождения за границей; τοῦτ᾽ οὖν τί ἐστι χρήσιμον; Arph. для чего это нужно?; εἴ τι χρήσιμον ἦν Xen. все, что так или иначе могло быть использовано;
2) действительный, имеющий силу, подлинный (διαθήκη Isae.);
3) посещаемый, пользующийся авторитетом (τέμενος Her.). - см. тж. χρήσιμον.

Middle Liddell

χρήσῐμος, η, ον χράομαι
I. useful, serviceable, good for use, good, apt or fit in its kind, Hdt., attic; τὸ αὐτίκα χρ. present advantage, Thuc.; —χρ. εἴς τι useful for something, Hdt., etc.; ἐπί τι Plat.; πρός τι Eur.; useful for doing, Ar.
2. serviceable, useful, Soph., Eur., etc.; χρησίμους ἑαυτοὺς παρέχειν τῇ πόλει to show themselves serviceable to the state, Dem.
3. much-used, Hdt.
4. νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω money that will not pass abroad, Xen.
II. adv., χρησίμως ἔχειν to be serviceable, Thuc.; χρ. τινί with advantage to him, Thuc.

Chinese

原文音譯:cr»simoj 赫雷西摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(有)用的
字義溯源:適用的,有用的,有益處的,益處;源自(χρῆσις)=用處),而 (χρῆσις)出自(χράομαι)*=對待,供應)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 益處(1) 提後2:14

English (Woodhouse)

advantageous, beneficial, expedient, serviceable, useful, of value

Translations

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: χρήσιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios or; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎