αἶσα

From LSJ
Revision as of 07:44, 9 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

English (Autenrieth)

allotted share, or portion, lot, term of life, destiny; prov. ἐν καρὸς αἴσῃ (cf. Att. ἐν οὐδενὸς μέρει); κατ' αἶσαν, ‘as much as was my due,’ οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν, Il. 6.333; ὑπὲρ Διὸς αἶσαν, Il. 17.321; ὁμῇ πεπρωμένος αἴσῃ, Il. 15.209.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
I de cosas y abstr.
1 parte, porción c. gen. λαχόντα ληίδος αἶσαν Il.18.327, ἐλπίδος αἶσα Od.19.84, ἠὼς γὰρ ἔργοιο τρίτην ἀπομείρεται αἶσαν Hes.Op.578, τῶ Διὸς τῶ Ϝοίνω αἰ. = la parte de vino ofrendada a Zeus, IChS 285, φλογὸς αἶ. Parm.B 12.1, ὕδατος καὶ εἴδεος αἶσαν Emp.B 62.5, χθονός Pi.P.9.56, συνβάλλεσθαι τᾶν ψάφον ... τὰν τρίταν αἶσαν ICr.1.30.1B.17, cf. A.10 (Tiliso V a.C.)
c. ἀπό: λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν Od.5.40, cf. 13.138
abs. Ἀργεῖοι καλοῦσι τὴν μερίδα αἶσαν Hegesandr.31.
2 en sent. temp. momento, hora, ocasión ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ Il.24.428, cf. 750, κακῇ αἴσῃ τέκον = en mala hora te di a luz, Il.1.418, κακῇ αἴσῃ οἴχετο Od.19.259, cf. Il.5.209.
3 medida, valoración τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ = le tengo en el mismo concepto que a un cario (o que a una nuez) es decir en nada, Il.9.378
abs. κατ' αἶσαν = en la justa medida, cumplidamente, debidamente, Il.10.445, 17.716, B.10.32
ὑπὲρ αἶσαν = por encima de la justa medida, Il.3.59, 6.333, 487, 16.780
en el mismo sent. παρ' αἶσαν Pi.P.8.13
c. gen. de un dios, gener. Zeus justa medida marcada por τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ Il.9.608, Ἀργεῖοι δέ κε κῦδος ἕλον καὶ ὑπὲρ Διὸς αἴσῃ = y los argivos habrían obtenido gloria incluso por encima de la medida marcada por Zeus, Il.17.321
de aquí medida, decisión de un dios τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη Od.9.52, ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή Od.11.61, ὁ δ' ἀέξετο δαίμονος αἴσῃ h.Cer.300, τεάν ... κατ' αἶσαν = según tu decreto Pi.N.3.16, θεοῦ αἶσα E.Andr.1204, θανέειν στυγερῇ ὑπὸ δαίμονος αἴσῃ A.R.1.443
de accidentes atmosféricos ἦλθ' ἄνεμος ... ἐκ Διὸς αἴσης h.Ap.433, πνείοντος Βορέαο περιζαμενὲς Διὸς αἴσῃ Hes.Fr.204.126.
II de pers.
1 de los dioses parte correspondiente de dignidad, honor, majestad ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ Il.15.209, ὅσσοι ... τούτων ἔχει αἶσαν ἁπάντων de Hécate tiene la dignidad de todos esos cuantos ... Hes.Th.422.
2 de mortales suerte marcada, destino ἄνδρα θνητὸν ἐόντα, πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ Il.16.441, ἰῇ ἄρα γιγνόμεθ' αἴσῃ Il.22.477, ἐπεί νύ τοι αἶσα μίνυνθά περ Il.1.416
en or. nominal οὔ νύ τοι αἶσα σῷ ὑπὸ δουρὶ πόλιν πέρθαι Il.16.707, οὐ γὰρ οἱ τῇδ' αἶσα ... ὀλέσθαι, ἄλλ' ἔτι οἱ μοῖρ' ἐστὶ φίλους ἰδέειν Od.5.113, εἰ δέ μοι αἶσα τεθνάμεναι παρὰ νηυσίν ... βούλομαι Il.24.224, ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι Od.14.359, ὅσσα τοι αἶσα ... κήδε' ἀνασχέσθαι Od.13.306, ἀσφαλεῖ σὺν αἴσᾳ B.13.66, τὸν αἶσ' ἄπλατος ἴσχει S.Ai.256, κακὰν δύστανον ἐλπίζουσαν αἶσαν S.Tr.111, αἶ. λυγρά = destino deplorable, IThess.1.93 (Fársalo III a.C.), τίς ποτ' αἶσα ... ἐπιμένει τὸν ... ἄνακτα E.Supp.623, δυστήνων αἶσαν ὀπιζόμενος AP 7.624 (Diod.)
abs. αἶσα γὰρ οὕτως ἐστί Thgn.345, †ἐν αἴσᾳ† A.Supp.545
por infección de los cont. con τεθνάμεναι, ὀλέσθαι, etc. muerte ὅν ... Κρονίδης ... αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει Il.22.61.
III personif. Esa, la Suerte dispensadora del destino personal ὅσσα οἱ Αἶσα γιγνομένῳ ἐπένησε Il.20.127, cf. Od.7.197, προχαλκεύει Αἶσα φασγανουργός A.Ch.648.
• DMic.: ]a3-sa.
• Etimología: Deriv. fem. en -i̯ă del tema en -t que se encuentra en αἰτέω, αἴτιος, osc. aetisparte’, toc. aitsidar’, y c. otro alarg. αἴνυμαι q.u.

English (Slater)

αἶσα (αἴσας, -ᾳ, -αν.)
   a lit., share, portionἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” (P. 9.56)
   b met., lot, fortune, destiny θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων (O. 6.102) αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων (P. 11.53) ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας (N. 6.47) γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (Pae. 2.58) ὀλβίᾳ δ ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν (ὄλβιοι λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a, ad Θρ. . ]τοι πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ fr. 140a. 49 (23).
   c will, ordinance of a god. Διὸς αἴσᾳ Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον (O. 9.42) ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν sc. of the Muse (N. 3.16) ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν (N. 6.13) σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (I. 9.1)
   d κατ' αἶσαν, befittingly βασιλευομέναν οὐ καταἶσαν τιμάν (P. 4.107) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.26)
   e παρ' αἶσαν, immoderately παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων (P. 8.13)
   f frag. ]ιαν αἶσαν[ Πα. 13b. 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 décision, arrêt, volonté d'un dieu ; loi, règle, convenance : κατ’ αἶσαν IL, ἐν αἴσᾳ dor. ESCHL comme il convient, selon la loi du destin, selon la loi ; ὑπὲρ αἶσαν IL en dépit du destin;
2 lot que le destin assigne à chacun, lot, destinée ; particul. durée de la vie assignée à chacun;
3 lot, part en gén. ; ἐν καρὸς αἴσῃ IL à l'égal d'un fétu;
4 le Destin, la Destinée personnifiée.
Étymologie: p.-ê. apparenté à ἶσος, « la part égale » que le destin assigne à chaque homme.

Russian (Dvoretsky)

αἶσα:
1) судьба, рок, участь, (пред)определение, олицетв. богиня судьбы: ἅσσα οἱ αἶ. γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ Hom. то, что ему было на роду написано (досл. то, что ему при рождении судьба спряла изо льна); Διὸς αἲση Hom. по велению Зевса; ὑπὲρ αἶσαν Hom. вопреки судьбе; ἐν αἴσᾳ Aesch. по воле рока;
2) предел жизни, век: ἐπεὶ νύ τοι αἶ. μίνυνθά περ Hom. ибо жить тебе положено немного;
3) законность, справедливость, право: κατ᾽ αἶσαν Hom., οὐδ᾽ ὑπὲρ αἶσαν Hom. справедливо, не зря; παρ᾽ αἶσαν Pind. противозаконно;
4) часть, доля (ληΐδος Hom.): τίειν τινὰ ἐν καρὸς αἴσῃ Hom. ни во что не ставить кого-л. (досл. ценить кого-л. наравне с соломинкой); ἔργοιο τρίτη αἶ. Hes. треть работы.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: share, destiny, decree (Il.)
Other forms: PN: Αἴσων, Αἰσίας etc.
Dialectal forms: Myc. aisa.
Derivatives: αἴσιος auspicious, opportune; αἴσιμος destined, fitting (Hom.) - αἰσιμνάω, αἰσυμνάω, αἰσυμνήτης s. s.v.
Origin: IE [Indo-European] [10] *h₂ei- give, take
Etymology: αἶσα from the root seen in αἴνυμαι, derived with -ι̯α from a form in -t- found in Osc. aeteis partis, Gr. *αἶτος (s. αἰτέω), αἴτιος. - On ἴσσασθαι s. s.v.

Frisk Etymology German

αἶσα: {aĩsa}
Grammar: f.
Meaning: Anteil, Lebenslos, Geschick, Gebühr (vgl. Krause Glotta 25, 145f.), ep. lyr. dial. (zur Verbreitung der ganzen Sippe s. Solmsen Wortforsch. 71ff.).
Derivative: Ableitungen: αἴσιος gunstig, gebührend, billig, auch mit ἐν-, ἐξ-, κατ-, παρ-, wovon αἰσιόομαι als günstiges Zeichen aufnehmen (Plu., App.); αἴσιμος vom Schicksal bestimmt, angemessen, vernünftig (ep. usw.) neben ἐναίσιμος und ἀναίσιμος unangemessen (Emp.), vgl. Frisk Adj. priv. 14; zu αἴσιος und αἴσιμος Arbenz Die Adj. auf -ιμος 18ff. — Mit Präfix versehenes Denominativum ἀναισιμόω ‘(*den gebührenden Anteil) verbrauchen, verzehren’ (ion.), wovon ἀναισιμώματα Kosten (Hdt.); καταισιμόω gänzlich verbrauchen (Kom.; καταίσιμος = αἴσιμος H., also Hypostase von κατ’ αἶσαν). Von αἴσιμος ferner als Adjektivabstraktum αἰσιμίαι πλούτου gebührende Anteile des Reichtums (A. Eu. 996). Zu αἰσιμνάω, αἰσυμνάω, αἰσυμνήτης s. bes. — Mehrere EN: Αἴσων, Αἰσίας usw., s. Solmsen a. a. O.
Etymology : αἶσα gehört letzten Endes zu αἴνυμαι, ist aber zunächst als Femininableitung auf -ι̯α des in osk. aeteis partis, gr. *αἶτος (s. αἰτέω) vorliegenden t-Stammes zu verstehen, vgl. Krause a. a. O. Eine ablautende Form sucht Fick (Odyssee 20) in ἴσσασθαι· κληροῦσθαι. Λέσβιοι (H.) und im Gen. sg. ἴσσης (ι 42 = 549), wie er für das allein überlieferte ἴσης lesen will; letzteres jedenfalls etwas fraglich (zustimmend Bechtel Lex. s. v. ἴσσα und Schwyzer 474 : 3).
Page 1,44