Σκύλλα
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ης, ἡ, A.Ag.1233, Ep. Σκύλλη, Scylla, Od.12.85, al., cf. A. l.c., etc.; Σκύλλαν αὐλεῖν, in allusion to a composition bearing that name, Arist.Po.1461b32; ταῖς λεγομέναις Ἐχίδναις καὶ Σκύλλαις Plu. Crass.32 (as v.l. for σκυτάλαις). (Derivation fr. σκύλαξ (prob. erroneous) is implied in Od.12.86.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Scylla, monstre marin près de détroit de Sicile (v. Χάρυβδις).
Étymologie: cf. σκύλλω.
Russian (Dvoretsky)
Σκύλλα: эп. тж. Σκύλλη ἡ Скилла
1 дочь Кратаида, шестиголовое лающее чудовище, обитавшее в приморской скале против другого чудовища, Харибды, и пожиравшее проплывавших мимо мореходов Hom., Aesch., Eur., Xen.;
2 дочь мегарского царя Ниса предавшая отца из любви к Миносу, но самим Миносом брошенная за это в море Luc.
Greek (Liddell-Scott)
Σκύλλᾰ: -ης, -ἡ, Ὀδ. Μ. 235· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ. Σκύλλη, θυγάτηρ τῆς Κραταίϊδος, τέρας ὑλακτοῦν ὡς κύων, ἔχων δὲ δώδεκα βραχίονας καὶ ἓξ αὐχένας καὶ κατοικοῦν ἐν σπηλαίῳ κατὰ τὰ μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας στενά, Ὀδ. Μ. 85 κἑξ., 108, 230, 245· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, κτλ.· - ὁ μῦθος οὗτος μετὰ ταῦτα πολλαχῶς μετεβλήθη, ἴδε Dict. of Biogr. ἐν λέξ.· - Σκύλλαν αὐλεῖν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς δρᾶμά τι φέρον τὸ ὄνομα τοῦτο, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 3. (Ἐκ τοῦ σκύλλω, διότι αὕτη ἐσπάραττε τὴν λείαν αὐτῆς καὶ ὑλάκτει ὡς σκύλαξ, Ὀδ. Μ. 86, 96. 245).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και επικ. τ. Σκύλλη, Α
1. μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, που, μαζί με τη Χάρυβδη, συμβόλιζε τις ταραχές της μανιασμένης θάλασσας και συνέτριβε τα πλοία στους βράχους ή τά καταπόντιζε στις φοβερές δίνες της και το οποίο, σύμφωνα με την περιγραφή του Ομήρου, είχε δώδεκα πόδια, έξι κεφάλια με τη μορφή σκύλου και τρεις σειρές δόντια στο καθένα, κατοικούσε σε ένα σπήλαιο κάπου στα στενά μεταξύ Ιταλίας και Σικελίας, στον πορθμό της Μεσσήνης, όπου κρυβόταν κατά το ήμισυ, και αποτελούσε τον τρόμο τών διερχόμενων πλοίων και ναυτικών
2. μυθ. κόρη του βασιλιά τών Μεγάρων Νίσου, η οποία πρόδωσε τον πατέρα της και παρέδωσε την πατρίδα της στον βασιλιά της Κνωσού Μίνωα, που τήν πολιορκούσε, επειδή τον ερωτεύθηκε
νεοελλ.
φρ. «από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη» — από ένα κακό σε άλλο χειρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Σκύλλα (< σκύλ-ja) έχει συσχετιστεί, ήδη από τους Αρχαίους, με την οικογένεια του σκύλαξ].
Greek Monotonic
Σκύλλᾰ: και Σκύλλη, -ης, ἡ (σκύλλω), Σκύλλα, μυθικό τέρας που δάγκωνε σαν σκύλος και κατοικούσε σε μια σπηλιά στα Στενά της Σικελίας· κατασπάραζε ανυποψίαστους ναυτικούς, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
σκύλλω
Scylla, a monster barking like a dog, who inhabited a cavern in the Straits, of Sicily, and rent unwary mariners, Od.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Scylla (/ˈsɪlə/ SIL-ə; Greek: Σκύλλα, translit. Skúlla, pronounced [skýl.la]) is a legendary monster who lives on one side of a narrow channel of water, opposite her counterpart Charybdis. The two sides of the strait are within an arrow's range of each other—so close that sailors attempting to avoid Charybdis would pass dangerously close to Scylla and vice versa.
Scylla is first attested in Homer's Odyssey, where Odysseus and his crew encounter her and Charybdis on their travels. Later myth provides an origin story as a beautiful nymph who gets turned into a monster.
Book Three of Virgil's Aeneid associates the strait where Scylla dwells with the Strait of Messina between Calabria, a region of Southern Italy, and Sicily. The coastal town of Scilla in Calabria takes its name from the mythological figure of Scylla and it is said to be the home of the nymph.
The idiom "between Scylla and Charybdis" has come to mean being forced to choose between two similarly dangerous situations.
Translations
ar: سيلا; ast: Escila; bg: Сцила; br: Skylla; bs: Skila; ca: Escil·la; co: Scilla; cs: Skylla; da: Skylla; de: Skylla; el: Σκύλλα; en: Scylla; eo: Skilo; es: Escila; fa: سکولا; fi: Skylla; fr: Scylla; hr: Skila; hu: Szkülla; id: Skilla; it: Scilla; ja: スキュラ; ka: სკილა; ko: 스킬라; la: Scylla; lb: Skylla; lt: Scilė; mk: Сцила; ms: Scylla; nl: Scylla; no: Skylla; pl: Skylla; pt: Cila; ro: Scila; ru: Скилла; sh: Skila; simple: Scylla; sl: Scila; sr: Scila; sv: Skylla; th: สคิลลา; tr: Scylla; uk: Скілла; vi: Scylla; vls: Scylla; zh: 斯库拉