βαρύθω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ῠ], A to be weighed down, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Il.16.519; βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς (sc. ὕβρεως) Hes.Op.215; καμάτῳ A.R.2.47; ὑπὸ κύματος Nic.Th.135. 2 abs., to be heavy, στάλα AP7.481 (Philet.); βαρύθεσκε… γυῖα A.R.1.43:—Pass., Max. 212, Q.S.13.6.
Spanish (DGE)
(βᾰρύθω)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [impf. iter. -εσκε A.R.1.43]
1 c. suj. de partes del cuerpo oprimir, pesar βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ ἕλκεος) Il.16.519, βαρύθεσκέ οἱ ἥδη γυῖα ya le pesaban los miembros A.R.l.c., εἴθ' ... μηδ' ... καμάτῳ τε καὶ εἰρεσίῃ βαρύθοιεν (χεῖρες) A.R.2.47.
2 c. suj. de pers. y anim. sentir cansancio o pesadumbre βαρύθει δὲ ὑπ' αὐτῆς (ὕβρεως) se ve abrumado por ella Hes.Op.215, βαρύθοντες ὀδμῇ λευγαλέῃ los argonautas, A.R.4.621, (ὄφις) ὑπὸ κύματος βαρύθει por ser vivípara, Nic.Th.135, cf. 319.
3 causar pesadumbre ἀδρανίη βαρύθουσα Nic.Th.248, ἁ στάλα βαρύθουσα AP 7.481 (Philet.), τόκος βαρύθων Marc.Sid.51.
German (Pape)
[Seite 434] beschwert sein, niedergedrückt werden, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ Iliad. 16, 519, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. O. 213 u. sp. D., wie βαρύθεσκέ οἱ γυῖα Ap. Rh. 1, 43; τινί 2, 47; ὑπό τινι Nic. th. 135; schwer sein, στήλη Philet. 2 (VII, 481).
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être chargé, être accablé : ὑπό τινος, de qch.
Étymologie: βαρύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύθω βαρύς zwaar zijn (van), bezwaard zijn (door) bedrukt worden (door), met ὑπό + gen. door iets; βαρύθει... μοι ὦμος ὑπ’ αὐτοῦ mijn schouder voelt er zwaar door (nl. door een wond) Il. 16.519; ook van personen zich bezwaard voelen (door), gebukt gaan onder, met ὑπό + gen.: βαρύθει... ὑπ’ αὐτῆς hij heeft het daar zwaar mee (nl. met hoogmoed) Hes. Op. 215.
Russian (Dvoretsky)
βᾰρύθω:
1 быть отягощенным (ὑπό τινος Hom., Hes.);
2 быть тяжеловесным (στάλα = στήλη βαρύθουσα Anth.).
English (Autenrieth)
be heavy, by reason of a wound; ὦμος, Il. 16.519†.
Greek Monolingual
βαρύθω (Α)
1. αισθάνομαι βάρος επάνω μου
2. καταβάλλομαι, λυγίζω
3. είμαι βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς, αναλογικά προς τα μινύθω, φθινύθω κ.ά.].
Greek Monotonic
βᾰρύθω: [ῠ] (βαρύς), μόνο στον ενεστ. και παρακ.·
1. καταβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. απόλ., είμαι βαρύς, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύθω: [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι βαρύς, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -οὕτως ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5.
Middle Liddell
βαρύς only in pres. and imperf.]
1. to be weighed down, Il., Hes.
2. to be heavy, Anth.