ὑψηχής

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηχής Medium diacritics: ὑψηχής Low diacritics: υψηχής Capitals: ΥΨΗΧΗΣ
Transliteration A: hypsēchḗs Transliteration B: hypsēchēs Transliteration C: ypsichis Beta Code: u(yhxh/s

English (LSJ)

ές, (ἦχος) making a loud or ringing sound, ὑψηχέες ἵπποι, because of their loud neighing, or their 'high-resounding pace' (cf. ἐρίγδουπος), Il.5.772 (v.l. ὑψαύχενες ap.Longin.), 23.27; τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων = the resonance of his words Philostr. VS1.25.7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui résonne haut ou fort, sonore, retentissant.
Étymologie: ὕψι, ἦχος.

German (Pape)

ές, hoch od. hell tönend; ἵπποι, laut wiehernd, od. mit hoch emporgehobenem Kopfe wiehernd, Il. 5.772, 23.27; auch übertragen, λόγος, eine hochtönende, erhabene Rede, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηχής: издающий громкий топот или громкое ржание (ἵπποι θεῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηχής: -ές, γεν. έος, (ἦχος) ὁ ἠχῶν εἰς τὰ ὕψη, ὁ ὑψηλὰ χρεμετίζων μὲ ἀνατεταμένην πρὸς τὰ ἄνω τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν ἵππων τῆς Ἥρας, ἵπποι ὑψηχέες, ὡς ἐκ τοῦ ἠχηροῦ αὐτῶν χρεμετισμοῦ ἢ ἐκ τοῦ ἀντηχοῦντος καλπασμοῦ (πρβλ. ἐρίγδουπος), Ἰλ. Ε. 772., Ψ. 27 (ἀλλ’ ὑπάρχει διάφ. γραφ. ὑψαύχενες, «ὧν ὁ ἦχος εἰς ὕψος ἀνέρχεται» (Σχόλ.), τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων Φιλόστρ. 539.

English (Autenrieth)

ές (ἦχος): high-neighing, with head raised on high, Il. 5.772 and Il. 23.27.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές
μτφ. η ιδιότητα του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. πολυ-ηχής].

Greek Monotonic

ὑψηχής: -ές, (ἦχος), γεν. -έος, αυτός που ηχεί, ακούγεται στα ύψη, ἵπποι ὑψηχέες, που χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑψ-ηχής, ές ἦχος
high-sounding, ἵπποι ὑψηχέες loud-neighing, Il.