παραβλέπω
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
A look aside, take a side look, Ar.Ra.411; π. θατέρῳ (sc. ὀφθαλμῷ) look suspiciously with one eye, Id.V.497 (also, peep out of the corner of one's eye, Id.Ec.498); opp. ἀτενίζω, Arist.Mete.343b13; τῷ ὀφθαλμῷ π. καὶ δεινὸν δέδορκε looked askance, Nicostr. ap. Stob. 4.22.102. 2 see wrong, Luc.Nec.1. II overlook, τί τἀλλότριον… κακὸν ὀξυδερκεῖς, τὸ δ' ἴδιον παραβλέπεις; Com.Adesp.359, cf. Plb.6.46.6. 2 despise, Hsch. s.v. ὑπερορᾷ.
German (Pape)
[Seite 472] daneben, von der Seite sehen; Ar. Ran. 409; θἀτέρῳ, sc. ὀφθαλμῷ, Vesp. 497 Eccl. 498; – schlecht sehen, Luc. Necyom. 1; – übersehen, Pol. 6, 46, 6 u. Sp., auch verachten.
French (Bailly abrégé)
1 regarder de côté ; regarder de travers, mépriser;
2 avoir le regard faux ou la vue louche.
Étymologie: παρά, βλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-βλέπω een schuinse blik werpen:. παραβλέπουσα θατέρῳ met het ene oog schuins kijkend Aristoph. Eccl. 498. slecht zien, verkeerd zien:. εἰ μὴ ἐγὼ παραβλέπω als mijn ogen mij niet bedriegen Luc. 38.1.
Russian (Dvoretsky)
παραβλέπω:
1 подсматривать сбоку Arph.: π. θατέρῳ (sc. ὀφθαλμῷ) Arph. глядеть искоса, т. е. подозрительно;
2 плохо видеть: εἰ μὴ ἐγὼ παραβλέπω Luc. если не обманывает меня зрение;
3 проглядеть, оставить без внимания (τὰς τηλικαύτας διαφοράς Polyb.; τὸ ἴδιον Plut.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω
νεοελλ.
1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ
2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής
2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη όραση («βλέπει και παραβλέπει μάλιστα»)
3. βλέπω με φροντίδα και προσοχή, φροντίζω
αρχ.
1. βλέπω με πλάγιο τρόπο, ρίχνω πλάγιο ή λοξό βλέμμα, λοξοκοιτάζω («καὶ γὰρ παραβλέψας τι μειρακίσκης νῦν δὴ κατεῖδον», Αριστοφ.)
2. βλέπω με κακία
3. (κατά τον Ησύχ.) «καταφρονῶ»
4. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενέστ.) παραβλέπων
(κατά τον Ησύχ.) «στραβός»
5. φρ. «παραβλέπω θατέρῳ ὀφθαλμῷ»
α) κοιτάζω με υποψία
β) κοιτάζω κρυφά με τη γωνία του ματιού μου.
Greek Monotonic
παραβλέπω: μέλ. -ψω,
1. κοιτώ λοξά, ρίχνω πλάγιο βλέμμα, σε Αριστοφ.· παραβλέπω θατέρῳ (ενν. ὀφθαλμῷ), κοιτώ ύποπτα με το ένα μάτι, στον ίδ.
2. δεν βλέπω καλά, παρορώ, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλέπω: μέλλ. -ψω, βλέπω πλαγίως, ῥίπτω πλάγιον βλέμμα, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 409· π. θατέρῳ (ἐξυπ. ὀφθαλμῷ) βλέπω ὑπόπτως διὰ τοῦ ἑνὸς ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 497· ἀλλὰ καὶ βλέπω κρυφίως διὰ τῆς γωνίας τοῦ ὀφθαλμοῦ, λοξῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 498· ἀντίθετ. τῷ ἀτενίζω, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· τῷ ὀφθαλμῷ π. καὶ δεινὸν δέδορκε, ἀπέβλεψε λοξῶς, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 15. 2) βλέπω κακῶς, Λουκ. Νεκυομαντ. 1) ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, παραβλέπω, τί τἀλλότριον... κακὸν ὀξυδερκεῖς, τὸ δ' ἴδιον παραβλέπεις; Κωμικ. Ἀνών. 291, πρβλ. Πολύβ. 6. 46, 6· καταφρονῶ, Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερορᾷ.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to look aside, take a side look, Ar.; π. θατέρῳ (sc. ὀφθαλμῷ) to look suspiciously with one eye, Ar.
2. to see wrong, Luc.