παραλήρημα
English (LSJ)
ατος, τό, piece of absurdity, of a person, D.C.59.26.
German (Pape)
[Seite 487] τό, alberne Rede oder Handlung, D. Cass. 59, 26 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραλήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, ἀνοησία, μωρολογία, Δίων Κ. 59. 26.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παραληρώ
η ενέργεια του παραληρώ, ανόητη μωρολογία, παράλογος, ασυνάρτητος λόγος
νεοελλ.
1. ιατρ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια του προσανατολισμού και έναν ιδιόμορφο τύπο διανοητικής συγχύσεως κατά την οποία ο ασθενής κατανοεί ανακριβώς το περιβάλλον του και είναι συνήθως αποτέλεσμα τοξικώσεως ή σωματικής παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει τον εγκέφαλο, όπως είναι ο πυρετός, η καρδιακή ανεπάρκεια ή μια κάκωση της κεφαλής
2. μτφ. κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού ή ομαδικής υστερίας («μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους ηθοποιό καταλήφθηκαν από παραλήρημα»)
3. φρ. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση με τρόμο, σπασμούς, οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις και επιθετικές αντιδράσεις και αποτελεί σύμπτωμα του αλκοολισμού.
Translations
madness
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون; Egyptian Arabic: جنون; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: παραφροσύνη, τρέλα; Ancient Greek: ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἄνοια, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκφροσύνη, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן, טֵרוּף; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція
absurdity
Armenian: անհեթեթություն; Bulgarian: абсурд; Catalan: absurditat, absurd; Danish: absurditet; Esperanto: absurdaĵo; Finnish: mielettömyys; German: Absurdität; Greek: παραλογισμός, γελοιότητα; Ancient Greek: ἀλλοκοτία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπέμφασις, ἀποκλήρωσις, ἀτόπημα, ἀτοπία, γελοιότης, παραλήρημα; Hungarian: abszurdum, képtelenség, abszurditás; Italian: assurdità; Macedonian: апсурд; Norwegian Bokmål: absurdisme, absurditet; Polish: absurd, bezsens; Portuguese: absurdo, absurdidade; Romanian: absurd, absurditate; Russian: абсурд; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀псурд; Roman: àpsurd; Spanish: absurdo, absurdidad; Yiddish: אַבסורד