ποθεινός

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθεινός Medium diacritics: ποθεινός Low diacritics: ποθεινός Capitals: ΠΟΘΕΙΝΟΣ
Transliteration A: potheinós Transliteration B: potheinos Transliteration C: potheinos Beta Code: poqeino/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel.623:—shortd. ποθινός (q.v.): (ποθέω):—A full of longing, ἔρος Sapph.Supp.4.11; but usually 2 longed for, desired, desirable, τίς ἁδονᾶς ἄτερ βίος π.; Simon.71; οὐκ… δήμῳ φίλος οὐδὲ π. Callin.1.16; χρυσὸς π. κτῆμα τοῖς βροτοῖς E.Fr.1132.31; especially of those absent or lost, παῖς πατρὶ π. Pi.O.10(11).87, cf. I.5(4).7, etc.; ποθεινὰ Ἑλλάς desire of seeing Greece, Id.P.4.218; π. ἦλθες E.IT515; π. ἂν μόλοις Id.Hel.540; π. δάκρυα tears of regret, Id.Ph.1737(lyr.): also in Com. and Prose, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ar.Ra.84; ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς ἡμέρα Id.Pax556 (paratrag., cf. E.Hel.623); τὴν τῶν ἐναντίων τιμωρίαν -οτέραν αὐτῶν λαβόντες Th.2.42; -ότερος θάνατος βίου Lys.2.73; τὸ -ότατον τῆς ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3; ποθεινοὶ ἀλλήλοις Pl.Ly.215b, etc. Adv. Comp. -οτέρως, σφῶν αὐτῶν ἔχειν long more ardently for each other, X.Lac.1.5. II longed for, desired, missed, E.Cyc.620 (lyr.); ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά desired by tears, i.e. desiring, calling for tears, Id.Med.1221(s.v.l.). III Subst., perhaps name of a colour (cf. πόθος III) or kind of paint, χρίσει ποθεινῷ PCair.Zen.445.11 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 644] bei Eur. auch 2 Endgn, wonach man verlangt, was man liebt, wünscht; Pind. παῖς ποθεινὸς πατρί, Gl. 11, 91; Ἑλλάς, P. 4, 218; κλέος, I. 4, 8; Soph. Phil. 1431; ποθεινὸς φίλοις, Eur. Phoen. 324; ποθεινός γ' ἦλθες, I. T. 515; so auch Ar. Ran. 84 Pax 508; u. in Prosa: Thuc. 2, 42; οἱ μήτε ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις, Plat. Lys. 215 b; vermißt, betrauert, δάκρυα, Eur., Thränen der Sehnsucht. – Compar., Strat. 4 (XII, 4); superl., Xen. Mem. 3, 10, 3; auch adv., π οθεινῶς ἔχειν τινός, sich wonach schnen, Xen. Lacon. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
1 désirable, digne d'être aimé ou recherché;
2 désiré;
3 digne de regrets, regrettable;
Cp. ποθεινότερος, Sp. ποθεινότατος.
Étymologie: πόθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποθεινός -ή -όν, Aeol. πόθεννος [ποθέω] ook f. -ός naar wie of wat (vurig) verlangd is: erg gemist: van pers..; ποθεινός γ’ ἦλθες naar jouw komst is met smart uitgezien Eur. IT 515; ποθεινὸς τοῖς φίλοις gemist door zijn vrienden Aristoph. Ran. 84; ποθεινοὶ ἀλλήλοις elkaar dierbaar Plat. Lys. 215b; van zaken. ὠς πόθεννον εἰς ἔρον ἦλθε hoe hij de vurig gewenste liefde vond Sapph. 15.11 ( conject. ); ὦ ποθεινὸς ἡμέρα o vurig gewenste dag Eur. Hel. 623. behorend bij gemis: van verlangen:. ποθεινὰ δάκρυα tranen van verlangen Eur. Phoen. 1737.

Russian (Dvoretsky)

ποθεινός: и 2 желанный, вожделенный (Ἑλλάς Pind.; φθέγμα Soph.; ἡμέρα Arph.): ποθεινοὶ ἀλλήλοις Plat. стремящиеся друг к другу; π. ἦλθες Eur. твой приход - счастье (для меня); ποθεινὰ δάκρυα Eur. слезы тоски; π. δακρύοις Eur. исторгающий слезы.

English (Slater)

ποθεινός desired ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.87) ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιψι Πειθοῦς yearning for Greece (P. 4.218) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (I. 5.7)

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποθεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ποθινός, Α
1. ο γεμάτος πόθο (α. «νέον έαρ ποθεινόν», Βυζυην.) β. «ποθεινὸς ἔρος», Σαπφ.)
2. ο περιπόθητος, ο πάρα πολύ επιθυμητός (α. «ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι», Παπαδ.
β. «χρυσὸς ποθεινὸν κτῆμα τοῖς βροτοῖς» Ευρ.)
αρχ.
1. (κυρίως για αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει) ο πολυαγαπημένος, αυτός τον οποίο θυμάται κανείς με αγάπη και νοσταλγία (α. «παῑς... πατρὶ ποθεινός», Ευρ. β. «οἵ... ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις», Λυσ.)
2. φρ. α) «ποθεινὰ δάκρυα» — δάκρυα από αγάπη και νοσταλγία
β) «ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά» — συμφορά που φέρνει, που προκαλεί δάκρυα αγάπης και νοσταλγίας.
επίρρ...
ποθεινώς / ποθεινῶς ΝΜΑ
με πόθο, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος, κατά τα επίθ. σε -εινός (πρβλ. αλγεινός). Ο τ. ποθινός είναι υστερογενής, σχηματισμένος κατά τα επίθ. σε -ινός προκειμένου να είναι βραχύ το -ι- του τ.].

Greek Monotonic

ποθεινός: -ή, -όν και -ός, -όν (ποθέω), ο επιθυμητός, ποθητός, ιδιαίτερα αγαπητός, ιδίως, αν είναι απών ή χαμένος (βλ. πόθος), σε Τραγ.· ποθεινὸς ἦλθες, σε Ευρ.· ποθεινὰ δάκρυα, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· ποθεινὸς τοῖς φίλοις, σε Αριστοφ.· επίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός, λαχταρώ πολύ ένα πράγμα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ποθεινός: -ή, -όν, καὶ ός, όν Εὐρ. Ἑλ. 623· συντετμημ. ποθινός, ἴδε ἐν λ. (ποθέω)· ― ἐπιθυμητός, λίαν ποθητός, περιπόθητος, λίαν ἐπιθυμητός, βίος Σιμωνίδ. 71· συνημμένον μετὰ τοῦ φίλος Καλλίξ. 1. 16· μάλιστα ἐπὶ ἀπόντος ἢ ἀπολωλότος (ἴδε πόθος), παῖς πατρὶ π. Πινδ. Ο. 10 (11). 104, πρβλ. Ι. 5 (4). 9, καὶ Τραγ.· ποθεινὰ Ἑλλάς, ἡ ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἴδῃ τις τὴν Ἑλλάδα, Πινδ. Π. 4. 389· ποθεινὸς ἦλθες Εὐρ. Ι. Τ. 515· π. ἂν μόλοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 540· π. δάκρυα, πόθου δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1737· ― οὕτω παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράγοις, ἀγαθὸς ποιητὴς καὶ π. τοῖς φίλοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 84· ὦ ποθεινὴ τοῖς… γεωργοῖς ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 556· ποθεινότερόν τί τινος λαβὼν Θουκ. 2. 42· ποθεινότερος βίου θάνατος Λυσ. 197· 27· τὸ ποθεινότερον τῆς ψυχῆς ἦθος Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 3· ποθεινοὶ ἀλλήλοις Πλάτ. Λῦσ. 215Β, κτλ. ― Ἐπίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινὸς Ξεν. Λακ. 1, 5. ΙΙ. παρ’ Εὐρ. ἐν Μηδ. 1221, τὸ ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά, ἑρμηνευτέον, συμφορὰ προκαλοῦσα δάκρυα, κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀντὶ τοῦ ἀξιοδάκρυτος συμφορὰ» πρβλ. Ι. Τ. 629.

Middle Liddell

ποθεινός, ή, όν ποθέω
longed for, desired, much desired, esp. if absent or lost (v. πόθοσ), Trag.; ποθεινὸς ἦλθες Eur.; π. δάκρυα tears of regret, Eur.; π. τοῖς φίλοις Ar.:—adv., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός to long greatly for a thing, Xen.

English (Woodhouse)

desired, longed for, pined for, yearned for

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)