ἐντρίβω

From LSJ
Revision as of 10:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῑ́βω Medium diacritics: ἐντρίβω Low diacritics: εντρίβω Capitals: ΕΝΤΡΙΒΩ
Transliteration A: entríbō Transliteration B: entribō Transliteration C: entrivo Beta Code: e)ntri/bw

English (LSJ)

[ῑ],
A rub in, esp. unguents or cosmetics, ψιμύθιον τῷ προσώπῳ Luc. Hist.Conscr.8; οἴνῳ λίθον ἐντρίβω crumble a stone into wine, Orph.L. 344.
2 metaph., ἐντρίβω κόνδυλόν τινι give him a drubbing, Plu.Alc.8, Luc.Prom.10:—Med., ἐντρίβεσθαί τινι πληγάς cause them to be given him, D.H.7.45; ἐντρίβεσθαι κακόν τινι Luc.DDeor.20.2.
II c. acc. pers., rub one with cosmetics, ὑποχρίουσι καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς X.Cyr.8.8.20:—Med., ἐ. τὰ πρόσωπα Ath.12.523a:—Pass., have cosmetics rubbed in, to be anointed, be painted, Ar.Lys.149, Ec.732, X.Cyr.8.1.41; ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ Id.Oec.10.2; ἀλφίτοισιν Hermipp.26: also c. acc. rei, ἐντετρ. χρῶμα Luc.DDeor.20.10: metaph., παιδέρωτ' ἐ. Alex.98.18.
III rub away, wear by rubbing, Ar.Ra.1070.
IV Pass., to be familiar with, γυναικῶν ἐντριβεῖσα παθήμασιν Procop.Gaz. p.163B., cf. Cod.Just.10.27.3Intr.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἐνιτρίβω Nic.Al.608
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1pintar c. ungüentos o cosméticos, maquillar c. ac. de pers. κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς X.Cyr.8.8.20, c. ac. de pers. y de cosa εἴ τις ἀθλητὴν ... φύκιον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ si alguien a un atleta le aplicara en la cara maquillaje rojo y albayalde Luc.Hist.Cons.8, en v. pas. εἰ γὰρ καθῄμεθ' ἔνδον ἐντετριμμέναι Ar.Lys.149, cf. Ec.732, c. dat. instrum. ἀλφίτοισιν ἐντετριμμένος Hermipp.25.2, cf. Com.Adesp.135, ψιμυθίῳ X.Oec.10.2, c. ac. de rel. μηδὲ τοσαῦτα ἐντετριμμένην χρώματα Luc.DIud.10
fig. frotar, desgastar τὰς πυγὰς ἐνέτριψεν τῶν μειρακίων de estar sentados, Ar.Ra.1070.
2 triturar, desmenuzar, rallar c. ac. y dat. de cosa c. o sin prep. ἄννησον ἐντρίψας ἐν οἴνου κυάθῳ Hp.Mul.1.77, πέπεριν ... οἴνῳ ἐνιτρίψαιο Nic.l.c., cf. Fr.68, σὺν οἴνῳ λίθον Orph.L.344.
3 dar, asestar, infligir c. ac. y dat. de pers. τῷ Καλλίου πατρὶ ... ἐνέτριψε κόνδυλον Plu.Alc.8, cf. D.L.6.41 (= Diog.456), τραῦμα ἐντρῖψαί τινι Eust.602.14
en v. med. mismo sent. αὐτοῖς ... κονδύλους ἐνετρίψαντο Luc.Prom.10, τοῖς ὑπηρέταις ... πληγὰς ἐντρίβεται D.H.7.45, fig. τοῖς ἅπασι ... κακὰ ἐντριβόμενος I.AI 19.175, ὅπως μὴ ... κακὸν ἐντρίψησθε τῷ νεανίσκῳ Luc.DIud.2, en v. pas. πολλὰ ἐντέτριπτ[αί μοι ὑπὸ] τῆς θυγατρός μου mi hermana me ha causado muchos disgustos, SB 12326.4 (III d.C.)
fig. censurar, acusar τῇ μαχαίρᾳ τὸ ὠτίον παίσαντα οὐ μικρῶς ἐνέτριψεν Mac.Magn.Apocr.3.27 (p.118.5).
II intr. en v. med.
1 pintarse, maquillarse προσίετο ... ἐντρίβεσθαι aceptaba que se maquillaran X.Cyr.8.1.41, οἱ δὲ τοῖς σώμασι περικλώμενοι καὶ ἐντριβόμενοι los que se contonean con el cuerpo y se maquillan Arist.Phgn.813a16, c. dat. instrum. παιδέρωτ' ἐντρίβεται Alex.103.18, c. ac. de rel. οἳ τά τε πρόσωπα ἐντρίβονται Ph.2.479, τὸ πρόσωπον ἐντριψάμενοι Ath.523a, φύκιον ἐντριβομένην Luc.Bis Acc.31
frotarse, untarse ἐντρίβεται ὁ δύστηνος καὶ λεαίνεται de Sardanápalo enfermo, Max.Tyr.7.7.
2 familiarizarse c. dat. τοῖς τῶν γυναικῶν ἐντριβεῖσα παθήμασιν ref. a la nodriza de Fedra, Procop.Gaz.Imag.p.163B, ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ ὢν τῷ ἑτέρῳ οὐκ ἐντρίβεται οὐδὲ ἐπέρχεται Epiph.Const.Haer.42.7.4
en part. perf. familiarizado c. dat. οὗτοι ταῖς δημοσίαις χρείαις ἐντετριμμένοι ἐκ μακρῶν χρόνων Cod.Iust.10.27.3 proem., cf. Eust.892.47.

German (Pape)

[Seite 858] einreiben, von Salben u. Schminken, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτούς Xen. Cyr. 8, 8, 20; ἐντετριμμένη πολλῷ ψιμυθίῳ Oec. 10, 2; absolut, geschminkt, Ar. Lys. 139 Eccl. 732 u. A. Auch ἐντετριμμένη χρῶμα, Luc. D. D. 20, 10; φύκιον καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ conscr. hist. 8; im med., ἐντρίβεσθαι τὸ πρόσωπον, sich schminken, Ath. XII, 523 a. Übertr., κονδύλους ἐντρίβειν τινί, einen Backenstreich geben, Luc. Prom. 10; Plut. Alc. 8; med., κακόν τινι ἐντρίβεσθαι, Schaden zufügen, Luc. D. D. 20, 2, wie πληγάς τινι D. Hal. 7, 45 u. öfter. – Darin zerreiben, Nic. Th. 527 u. öfter. Bei Ar. Ran. 1070 in obscönem Sinne, τὰς πυγάς, Knaben schänden.

French (Bailly abrégé)

frotter sur : τινα oindre ou farder qqn ; φύκιον τῷ προσώπῳ LUC étaler du fard sur le visage ; ἐντετριμμένος fardé ; ἐντετριμμένος ψιμυθίῳ XÉN ou χρώματα LUC couvert de fard ; p. anal. ἐντρίβειν κονδύλους τινί PLUT appliquer des coups de poing litt. donner une frottée à qqn;
Moy. ἐντρίβομαι frotter sur : κακόν τι LUC faire du mal à qqn.
Étymologie: ἐν, τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντρίβω: (ῑ)
1 втирать, натирать (τινά Xen.; φύκιον καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ Luc.): ἐντετριμμένη (χρῶμα или χρώματα) Arph., Luc. накрашенная (нарумяненная или набеленная); κόνδυλον ἐ. τινί Luc., Plut. дать кому-л. тумака;
2 med. наносить, причинять (κακόν τινι Luc.);
3 стирать, изнашивать: σώματι ἐντριβόμενος Arst. с увядшим телом.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρίβω: ῑ: μέλλ. -ψω, τρίβω ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἰδίως ἐπὶ κοσμηματικῶν ἀλοιφῶν, ψιμύθιον τῷ προσώπῳ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8· σὺν δὲ καὶ ὀστρίτην οἴνῳ λίθον ἐντρίψαντας ἀρκήτῳ, τρίψαντας ἐντὸς ἀκράτου οἴνου ὀστρίτην λίθον, Ὀρφ. Λιθ. 339. 2) μεταφ., ἐντρίβω κόνδυλόν τινι, «δίδω γροθιὰν» εἴς τινα, Πλούτ. Ἀλκ. 8, Λουκ. Προμ. 10· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐντρίβομαί τινι πληγάς, βάλλω καὶ ξυλίζουν τινά, καὶ τοῖς ὑπηρέταις τοῖς ἡμετέροις... πληγὰς ἐντρίβεται Διον. Ἁλ. 7. 45· μηδὲ κακὸν ἐντρίψητε τῷ νεανίσκῳ, μηδὲ νὰ κάμετε κανὲν κακὸν εἰς τὸν νεανίσκον, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., τρίβω τινὰ διὰ κοσμητικοῦ ἐλαίου, τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς δυνάστας), Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. - Μέσ., ἐντρ. τὰ πρόσωπα Ἀθήν. 523Α. - Παθ., εἰ γὰρ καθῄμεθ’ ἔνδον ἐντετριμμέναι, ἐψιμυθιωμέναι, Ἀριστοφ. Λυσ. 149· ὅπως ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς, «πασπαλισμένη», Ἐκκλ. 732· καὶ ἐντρίβεσθαι ὡςς εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν, καὶ νὰ ψιμυθιῶνται διὰ νὰ φαίνωνται κτλ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ ὁ αὐτὸς Οἰκ. 10, 2· ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐντετρ. χρῶμα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10· μεταφ., παιδέρωτ’ ἐντρ. Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18. ΙΙΙ. κατατρίβω, διὰ τῆς τριβῆς φθείρω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1070.

Greek Monolingual

ἐντρίβω)
νεοελλ.
τρίβω με θεραπευτική αλοιφή
αρχ.
1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι
2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» — του έδωσε γροθιά, Πλούτ.)
3. τρίβω με καλλυντική ουσία
4. μέσ. βάζω καλλυντικά, ψιμυθιώνομαι, μακιγιάρομαι («τοσαῡτα ἐντετριμμένην χρώματα καθάπερ ὡς ἀληθῶς ἑταίραν τινά», Λουκ.)
5. φθείρω, κατατρίβω
6. παθ. έχω πείρα, είμαι εντριβής σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐντρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω,
I. 1. τρίβω πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Λουκ.
2. μεταφ., ἐντρ. κόνδυλόν τινι, ξυλοφορτώνω κάποιον, γρονθοκοπώ, σε Πλούτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Λουκ. ΙI. με αιτ. προσ., τρίβω, περιποιούμαι κάποιον με καλλυντικά, σε Ξεν. — Παθ., καλλωπίζομαι, αλείφομαι, βάφομαι, στον ίδ.
III. εξαφανίζω, εξαλείφω, σβήνω με τρίψιμο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to rub in or into a thing, c. dat., Luc.
2. metaph., ἐντρ. κόνδυλόν τινι to give him a drubbing, Plut.; so in Mid., Luc.
II. c. acc. pers. to rub one with cosmetics, Xen.:—Pass. to have cosmetics rubbed in, to be anointed, painted, Xen.
III. to wear away by rubbing, Ar.