δυσχέρεια

Revision as of 10:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, opp. εὐχέρεια,
I of things, annoyance, disgust caused by a thing, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος, S.Ph.473, 900, cf. Pl.Plt. 286b; unpleasantness, of food, D.C.68.31: pl., Plu.2.654b.
b odium, unpopularity, Pl.Lg.967c (pl.).
2 difficulty, troublesome question, Id.R. 502d, Isoc.5.12 (pl.), etc.; δ. παρέχειν Plb.1.20.10; εἰς δ. ἐμπεσεῖν Id.8.7.1; κατὰ τὴν προφοράν, opp. εὐχέρεια, Phld.Po.994.8.
3 in argument, difficulties, δ. λογικαί Arist.Metaph.1005b22, cf. 995a 33.
II of persons, harshness, Pl.Phlb. 44c; offensiveness, Thphr. Char.19.
2 loathing, nausea, Pl.Prt. 334c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I ref. a pers.
1 enfado, disgusto c. gen. δ. ... πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος S.Ph.473
enojo, indignación por ἡ δ. τῶν οὐκ ἐξ ἔθους ἐπιτηδευμάτων I.AI 15.281, ref. a la tiranía, D.17.8.
2 desagrado, impresión o sensación desagradable τοῦ νοσήματος S.Ph.900, δ. ... ἡ ἐπὶ ταῖς αἰσθήσεσι ... ἐν τοῖς σιτίοις Pl.Prt.334c, λύσεις τὴν ἐπιφερομένην δυσχέρειαν en el auditorio, Anaximen.Rh.1432b25, cf. D.Chr.3.121, ἐκεῖνος ... ἄλλην τινὰ ἔχων δυσχέρειαν, ἄβρωτος γίνεται Thphr.CP 6.12.7, cf. HP 9.16.9, op. ἀπόλαυσις I.BI 1.112, μυῖαι ... δυσχερείας ἅπαντα (τὰ βρώματα) ἐνεπίμπλων D.C.68.31.4, δ. κατὰ τὴν προφοράν op. εὐχέρεια Phld.Po.A 8.10
aspecto desagradable ref. a la enfermedad de Filoctetes, D.Chr.52.8
contrariedad πολλὴν αὐτοῖς παρεῖχεν τοῦτο τὸ μέρος δυσχέρειαν Plb.1.20.10.
3 aborrecimiento, antipatía πολλὰς ἀθεότητας καὶ δυσχερείας τῶν τοιούτων ἅπτεσθαι que les afectaron muchas acusaciones de ateísmo y antipatías Pl.Lg.967c, πλεῖστον τῇ δυσχερείᾳ μέρος ἀπονέμοντες otorgando demasiada importacia a la antipatía Pl.Plt.310c.
II como circunstancia externa
1 dificultad ἁπάσας ... τὰς δυσχερείας ὑπεριδών Isoc.5.12, ἡ τοῦ πλοῦ δ. Poll.9.33, ἡ δ. τῆς πραγματείας D.S.1.3, cf. Luc.Dom.32, διὰ τὸ μῆκος καὶ τὴν δυσχέρειαν τῆς ὁδοῦ Plb.3.64.8, cf. 39.12, D.S.14.88, εἰς παραπλησίους ἐμπεσόντες δυσχερείας Plb.8.7.1, cf. D.S.14.51, ἀκαιρίας ... πρὸς τὸ πρᾶγμα καὶ δυσχερείας Plu.2.654b, cf. Sol.15, πάσης βοηθείας ὡς ἐν πολλῇ δυσχερείᾳ δεομένων Plot.4.8.2, ἡ ... τῶν καιρῶν δ. Gr.Naz.M.35.1025B, cf. Synes.Ep.43
dificultad, problema ἡ τῶν γυναικῶν τῆς κτήσεως δ. el problema de la posesión de las mujeres Pl.R.502d, τις δ. φύσεως Pl.Phlb.44c, αἱ λογικαὶ δυσχέρειαι Arist.Metaph.1005b22, cf. 995a33, Cael.309a29, GA 740b15, LXX 2Ma.2.24.
2 aspecto repugnante, desaliño ἔστι δὲ ἡ δ. ἀθεραπευσία σώματος λύπης παρασκευαστική Thphr.Char.19.1
fealdad de las palabras, D.H.Comp.12.11, 16.19.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, Schwierigkeit im Handhaben, Behandeln; – a) von Sachen, Unbequemlichkeit, Hinderniß; τῆς κτήσεως Plat. Rep. VI. 502 d; Isocr. 5, 12; oft bei Pol., δυσχέρειαν παρέχειν 1, 20, 10; ὁδοῦ 3, 64, 8; εἰς δυσχερείας ἐμπεσών 8, 9, 1; περὶ τὴν διοίκηοιν Plut.; das Lästige, Unangenehme einer Sache, τοῦ φορήματος Soph. Phil. 471; νοσήματος 888; Sp.; τὰς τῶν πραγμάτων δυσχερείας ὀνόμασι χρηστοῖς ἐπικαλύπτειν Plut. Sol. 15. Uebh. = Ekel, Überdruß; Plat. Polit. 386 b 310 c. – b) von Personen, mürrisches Wesen, Verdrießlichkeit; Plat. Phil. 44 c; vgl. Theophr. char. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 difficulté;
2 ennui, contrariété.
Étymologie: δυσχερής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσχέρεια -ας, ἡ [δυσχερής] afkeer, weerzin. onaangenaamheid, aanstootgevendheid; moeilijkheid.

Russian (Dvoretsky)

δυσχέρεια:
1 тяжесть, обременительность (φορήματος Soph.);
2 тягостность, мучительность (νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.);
3 затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность (εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας ὑπεριδεῖν Isocr.; ἀπορίαι καὶ δυσχέρειαι Arst.; ἡ περὶ τὴν διοίκησιν δ. Plut.);
4 неудовольствие, недовольство, досада (ὁ οὐρανὸς ἀπαθὴς πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.);
5 привередливость, неудовлетворенность (δ. τι φύσεως Plat.).

Greek Monolingual

η (AM δυσχέρεια)
δυσκολία, εμπόδιο, κώλυμαδυσχέρεια εκλογής», «το πρόβλημα παρουσιάζει δυσχέρειες», «δυσχέρεια αναπνοής», «δυσχέρειες ακοής» κ.λπ.)
νεοελλ.
(ειδ. για χρήματα) οικονομική δυσπραγία («ταμειακή δυσχέρεια»)
αρχ.
1. (για πράγμ.) ενόχληση, στενοχώρια, αηδία
2. (για πρόσ.) ιδιοτροπία, δυστροπία, έχθρα
3. τάση για ναυτία.

Greek Monotonic

δυσχέρεια: ἡ,
I. 1. λέγεται για πράγματα, ενόχληση ή αηδία που προκαλείται, που προξενείται από κάτι, σε Σοφ.
2. δυσκολία στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οξυθυμία, δυστροπία, αποστροφή, αντιπάθεια, έχθρα, αηδία, τάση προς ναυτία, στον ίδ., σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχέρεια: ἡ, ἀντίθ. εὐχέρεια. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνόχλησις, στενοχωρία, ἀηδία, προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) δυσκολία εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· δυσκολία, Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἰδιοτροπία, δυστροπία, ἔχθρα, Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) ἀηδία, τάσις πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.

Middle Liddell

δυσχέρεια, ἡ,
I. of things, annoyance or disgust caused by a thing, Soph.
2. difficulty in doing a thing, Plat.
II. of persons, peevishness, ill temper: loathing, nausea, Plat., Theophr. [from δυσχερής

English (Woodhouse)

annoyance, bother, difficulty, disgust, dislike, distress, fastidiousness, grievousness, irksomeness, trouble, unpleasantness, vexation, vexatiousness, impatience of

Translations

anger

Afrikaans: drif, toorn, kwaadheid; Aghwan: 𐔼𐕔𐕒𐕡𐕎; Albanian: inat, zemërim, mëri, mnia; Amharic: ቁጣ; Arabic: غَضَب‎; Egyptian Arabic: نرفزه‎; Argobba: ቁሻ; Armenian: զայրույթ, բարկություն, ջղայինություն; Assamese: খং; Avar: цим; Azerbaijani: hirs, hiddət, qeyz, qəzəb; Bashkir: асыу; Basque: haserre; Belarusian: гнеў, злосць; Bengali: রাগ; Bikol Central: dagit; Bulgarian: гняв, яд,; Catalan: ira, còlera, ràbia, enfat, enuig; Cebuano: kasuko, kapungot; Chinese Mandarin: 發怒/发怒, 忿怒, 火氣/火气, 怒氣/怒气; Cornish: anger, coler, sorr; Czech: vztek, hněv, zlost; Danish: vrede; Dutch: boosheid, woede; Esperanto: kolero; Estonian: viha; Ewe: dzibibi, dzikukpɔkpɔ; Finnish: viha, suuttumus; French: colère, ire, courroux, rage, fureur; Galician: cabuxo, oura, carraxe, asaño, refusía, rebinxe; Georgian: ბრაზი, წყრომა; German: Ärger, Zorn, Wut, Groll, Ingrimm, Grimm, Furor, Jähzorn; Greek: οργή, θυμός, τσαντίλα; Ancient Greek: ἀνυπερθεσία, ἀποθηρίωσις, δυσχερασμός, δυσχέρεια, ἐγκότησις, ἐνθύμιον, θυμός, κότος, μελαγχολία, μελαγχολίη, μένος, μηνίαμα, μήνιμα, μῆνις, μήνισμα, ὀργά, ὀργή, παροργισμός, σκυσμός, χολή, χόλος, ὠδυσίη; Haitian Creole: kòlè; Hebrew: כַּעַס‎; Hindi: क्रोध, ग़ुस्सा; Hittite: 𒋼𒀀𒁲𒈪𒅀𒊍; Hungarian: harag, düh; Icelandic: reiði; Ido: iraco; Indonesian: amarah; Irish: fearg; Old Irish: ferg; Italian: ira, rabbia, collera; Japanese: 怒り, 忿怒, 怒気; Kannada: ಕೋಪ; Kazakh: ашу, қаһар, зығырдан, зығыр; Khmer: កំហឹង; Korean: 성, 분노(憤怒); Kurdish Central Kurdish: تووڕەیی‎; Kyrgyz: ачуу, каар; Ladin: sënn; Latgalian: sirdeigums, sirdeiba, dusme, špetneiba; Latin: ira; Latvian: piktums, dusmas; Lithuanian: pyktis; Luxembourgish: Ierger; Macedonian: лутина, гнев; Malay: kemarahan; Malayalam: ദേഷ്യം, കോപം, ക്രോധം; Maori: whakatuma, hīnawanawa, hīkaka; Middle English: anger; Mongolian Cyrillic: уур хилэн; Neapolitan: raggia; Nepali: रिस; Norwegian: sinne; Occitan: ira, colèra, ràbia; Old Church Slavonic Cyrillic: гнѣвъ; Old English: ierre; Old French: ire; Oromo: aarii; Ottoman Turkish: اوفكه‎; Persian: خشم‎, غضب‎; Plautdietsch: Spiet; Polish: złość, gniew, wkurw; Portuguese: raiva, ira; Quechua: phiña; Romanian: furie, mânie, enervare; Russian: гнев, злость, злоба; Sanskrit: कोप, क्रोध, इरस्; Scots: angir; Scottish Gaelic: fearg, corraich; Serbo-Croatian Cyrillic: љутња, гне̑в, гње̑в, гнив; Latin: ljútnja, gnȇv, gnjȇv, gniv; Slovak: hnev, zlosť; Slovene: jeza, gnev; Spanish: ira, enfado, enojo, rabia, cólera; Swedish: ilska; Tagalog: galit; Tajik: хашм, ғазаб; Tamil: கோபம்; Telugu: కోపం; Thai: วิโรธ; Tocharian B: tremi; Turkish: öfke, kızgınlık, hiddet; Ukrainian: гнів, злість; Urdu: غصہ‎; Uyghur: غەزەپ‎; Uzbek: gʻazab; Vietnamese: mối giận, sự tức giận; Welsh: bâr; West Frisian: grime; Yiddish: רוגז‎, רוגזה‎, ירגזון‎