σεληνιακός

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνιακός Medium diacritics: σεληνιακός Low diacritics: σεληνιακός Capitals: ΣΕΛΗΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: selēniakós Transliteration B: selēniakos Transliteration C: seliniakos Beta Code: selhniako/s

English (LSJ)

σεληνιακή, σεληνιακόν,
A lunar, ἐνιαυτός Plu.Num.18; σφαῖρα Id.2.376d; ζῴδιον that in which the moon is situated, Vett.Val.19.22. Adv. σεληνιακῶς = by lunar reckoning, Procl.in Prm.p.631 S.
II epileptic, Alex.Trall.1.15, cf. Orph.L.50.
III κάνθαρος σ. a species of beetle (cf. ἡλιοκάνθαρος), PMag.Par.1.2456,2688.
IV distinguishing epithet of a kind of κῦφι, Paul.Aeg.3.28, 7.22.

German (Pape)

[Seite 870] den Mond betreffend, μήν, Plut. Num. 18; – mondsüchtig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de lune, lunaire.
Étymologie: σελήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληνιακός -ή -όν [σελήνη] van de maan:. σεληνιακὸς ἐνιαυτός maanjaar Plut. Num. 18.3.

Russian (Dvoretsky)

σεληνιᾰκός: лунный (σφαῖρα, ἐνιαυτός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν σελήνην, μὴν Πλουτ. Νουμ. 18· σφαῖρα ὁ αὐτ. 2. 376D· Ἐπίρρ. -κῶς, μὲ τὴν σελήνην, κατὰ σεληνιακὸν ὑπολογισμόν, Χρον. Πασχ. 371· - ὡσαύτως σεληνιαῖος, α, ον, Βυζ. ΙΙ. ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ., πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 50.

Spanish

relativo a Selene, lunar, rito lunar , práctica lunar, ofrendas a Selene

Greek Monolingual

-ή, -ό / σεληνιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως»)
νεοελλ.-αρχ.
(φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» — το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή της Σελήνης γύρω από την Γη
νεοελλ.
φρ. α) «σεληνιακή ημέρα» — το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Σελήνη για να επανέλθει στον ίδιο μεσημβρινό, το οποίο είναι μεγαλύτερο κατά 52 λεπτά από το αντίστοιχο της ηλιακής ημέρας
β) «σεληνιακή έκλειψη» — έκλειψη της Σελήνης
γ) «σεληνιακός αστρικός μήνας»
αστρον. χρονικό διάστημα που παρέρχεται, ωσότου η θέση της Σελήνης συμπέσει εκ νέου με την θέση του αστέρα ο οποίος είχε ληφθεί ως βάση και το οποίο αντιστοιχεί με 27 ημέρες, 7 ώρες, 43' λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, αλλά είναι δυνατόν να αυξομειωθεί κατά 7 περίπου ώρες λόγω παρέλξεως
δ) «σεληνιακός συνοδικός μήνας»
αστρον. διάστημα που αντιστοιχεί με τον χρόνο ανάμεσα σε δύο διαδοχικές φάσεις Πανσελήνου ή νέας Σελήνης και ισοδυναμεί κατά μέσον όρο με 29 ημέρες, 12 ώρες, 44' λεπτά και 3
δευτερόλεπτα, μπορεί, όμως, να αυξομειωθεί κατά 13 περίπου ώρες λόγω της εκκεντρότητας της σεληνιακής τροχιάς
ε) «σεληνιακό έτος»
αστρον. χρονική περίοδος ίση με 12 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες, που αποτέλεσε την βάση τών περισσότερων ημερολογίων τών αρχαίων λαών και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη στα συστήματα χρονολόγησης τών μωαμεθανών και τών Εβραίων
στ) «σεληνιακές φάσεις»
αστρον. οι φάσεις της Σελήνης
ζ) «σεληνιακό τοπίο»
μτφ. ερημωμένος, ρημαγμένος τόπος χωρίς ίχνος ζωής
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στην σελήνη ως βάση χρονικού υπολογισμού
2. αυτός που πάσχει από σεληνιασμό, επιληπτικός
3. είδος μικρής σκάφης
4. φρ. «κάνθαρος σεληνιακός» — είδος σκαθαριού.
επίρρ...
σεληνιακῶς Α
με χρονικό υπολογισμό που βασίζεται στην κίνηση της Σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -ιακός, κατά το ἡλιακός.

Greek Monotonic

σεληνιακός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη σελήνη, το σεληνιακό ημερολόγιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σεληνιακός, ή, όν [from σεληνιάζομαι
of or for the moon, lunar, Plut.

Léxico de magia

-όν I 1 relativo a Selene de una ofrenda σκευὴ ἐπιθύματος σεληνιακοῦ ἄγουσα ἀσχέτως, ἀνουσιάστως preparación de una ofrenda a Selene que atrae irresistiblemente, sin el uso de entidad mágica P IV 2441 ἐπίθυε δὲ καὶ τὸ σεληνιακὸν ἐπίθυμα quema también la ofrenda a Selene P VII 876 de una fórmula καὶ <ἔστιν> ὁ λόγος σεληνιακός y ésta es la fórmula que se dirige a Selene P VII 879 Μοϋσέως ἀπόκρυφος Σεληνιακή fórmula secreta de Moisés a Selene P XIII 1057 de un aceite χρίσῃ δὲ αὐτὴν καὶ τῷ σεληνιακῷ χρίσματι la ungirás también con el aceite de Selene P VII 874 2 lunar de un escarabajo λαβὼν κανθάρους σεληνιακοὺς δύο ἐκθέωσον ὕδατι ποταμίῳ toma dos escarabajos lunares y deifícalos en agua de río P IV 2457 P IV 2688 II 1 subst. τὸ σ. rito lunar o práctica lunar Κλαυδιανοῦ σεληνιακὸν καὶ οὐρανοῦ καὶ ἄρκτου τελετὴ ἐπὶ σεληνιακῶν rito lunar de Claudiano y ritual del cielo y de la Osa por medio de ofrendas a Selene P VII 862 2 subst. plu. ofrendas a Selene Κλαυδιανοῦ σεληνιακὸν καὶ οὐρανοῦ καὶ ἄρκτου τε<λετὴ> ἐπὶ σεληνιακῶν rito lunar de Claudiano y ritual del cielo y de la Osa por medio de ofrendas a Selene P VII 863