διασπορά

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπορά Medium diacritics: διασπορά Low diacritics: διασπορά Capitals: ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Transliteration A: diasporá Transliteration B: diaspora Transliteration C: diaspora Beta Code: diaspora/

English (LSJ)

ἡ, (διασπείρω)
A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426.
2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXX De.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXX Ps.146(147).2.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
1 gener. dispersión como acción ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.Sol.32, ἕνωσις ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.Prot.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra LXX Ie.41.17, De.28.25.
2 como resultado de la acción, gener. de pers. dispersión, diáspora εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων Eu.Io.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX Ie.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX Iu.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες Const.App.6.24.5, a los cristianos αἱ δώδεκα φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ Ep.Iac.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1Ep.Petr.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.Ep.195.
3 ref. a las personas dispersas diáspora, comunidad de la diáspora judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX Ps.146.2
gener. tropa dispersa, grupo disperso de personas τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.Ep.169.
4 distribución, reparto τῶν χρημάτων Diad.Perf.66.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διασπείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασπορά -ᾶς, ἡ [διασπείρω] verstrooiing, uitstrooiing. christ., de over verschillende volkeren verspreide gemeenschap van christenen: diaspora.

Russian (Dvoretsky)

διασπορά:рассеяние (τῆς ψυχῆς εἰς κενὸν καὶ ἀτόμους Plut.).

English (Strong)

from διασπείρω; dispersion, i.e. (specially and concretely) the (converted) Israelite resident in Gentile countries: (which are) scattered (abroad).

English (Thayer)

διασπορᾶς, ἡ (διασπείρω, cf. such words as ἀγορά, διαφθορά) (Vulg. dispersio), a scattering, dispersion: ἀτομων, opposed to σύμμιξις καί παραζευξις, Plutarch, mor., p. 1105a.; in the Sept. used of the Israelites dispersed among foreign nations, נִדְחִים, expelled, outcasts); εἰς τήν διασποράν τῶν Ἑλλήνων, unto those dispersed among the Greeks (Winer's Grammar, § 30,2a.), Christians (i. e. Jewish Christians (?)) scattered abroad among the Gentiles: ἐν τῇ διασπορά, namely, οὖσι); παρεπίδημοί διασπορᾶς Πόντου, sojourners far away from home, in Pontus, παρεπίδημος). (BB. DD. under the word Dispersion>; especially Schürer, N. T. Zeitgeseh. § 31.)

Greek Monolingual

η (AM διασπορά)
1. διασκόρπιση, διασκορπισμός
2. οι διεσπαρμένοι
όλοι οι μετανάστες και οι απόγονοι τους σε όλα τα σημεία της γης («οι Έλληνες της διασποράς», «οι Ιουδαίοι της διασποράς», «ή διασπορά»)
νεοελλ.
φρ.
1. «διασπορά ψευδών ειδήσεων, φημών κ.λπ.» — η διάδοση
2. «διασπορά νόσου» — η γενίκευση νόσου από την αρχική της εστίαδιασπορά καρκίνου, φυματίωσης» κ.λπ.).

Greek Monotonic

διασπορά: ἡ (διασπείρω), διασκορπισμός, εξάπλωση, διάχυση, διασπορά (ό,τι και στη Ν.Ε.)· περιληπτικά, = οἱ διεσπαρμένοι, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.

Middle Liddell

διασπορά, ἡ, n [from διασπιέρω]
dispersion; collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, NTest.

Chinese

原文音譯:diaspor£ 笛阿-士坡拉
詞類次數:名詞(3)
原文字根:經過-播種(著) 相當於: (דָּחָה‎ / דָּחַח‎) (נָדַח‎)
字義溯源:散布,散居,分散;源自(διασπείρω)=到處散播);由(διά)*=通過,藉著)與(ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種,撒播)組成。在新約時期,有許多猶太人住在以色列境外,散居在埃及,敘利亞,小亞細亞,希臘,羅馬等地。他們在那些地方,享有相當的宗教信仰自由,並且建造他們的會堂,也得著一些外人信奉他們的猶太教。此外,他們也經常將丁稅和聖殿稅款寄回耶路撒冷。雅各的書信,是寫給散住(διασπορά))十二個支派的人;彼得的書信,是寫給分散(ἐπιγίνομαι))在本都,加拉太,多帕多家,亞西亞,庇推尼寄居的信徒
同源字:1) (διασπορά)散布 2) (διασπείρω)撒種 3) (σπάω)抽出
出現次數:總共(3);約(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 散住⋯的僑民(1) 約7:35;
2) 分散在(1) 彼前1:1;
3) 散居的(1) 雅1:1