λιαρός

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐᾰρός Medium diacritics: λιαρός Low diacritics: λιαρός Capitals: ΛΙΑΡΟΣ
Transliteration A: liarós Transliteration B: liaros Transliteration C: liaros Beta Code: liaro/s

English (LSJ)

ά, όν, warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.

German (Pape)

[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Überhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.

Russian (Dvoretsky)

λιᾰρός:
1 теплый (αἷμα, ὕδωρ, οὖρος Hom.; γάλα Theocr.);
2 приятный, спокойный (ὕπνος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.

English (Autenrieth)

warm, lukewarm; αἷμα, ὕδωρ, Λ, Od. 24.45; then mild, gentle, Od. 5.268, Il. 14.164.

Greek Monolingual

λιαρός, -ά, -όν (Α)
1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ' αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ' ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ. χλιαρός. Πιθ. λιαρός < λισαρός, οπότε είναι συγγενές με αρχ. άνω γερμ. lĩso «μαλακώνω», μέσ. άνω γερμ. lĩse «ήπιος, πράος», λιθουαν. lysti «ισχνός». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. συνδέεται με τους τ. λιτός και λεῖος.

Greek Monotonic

λῐᾰρός: -ά, -όν, όπως το χλιαρός, θερμός, υπόθερμος, σε Όμηρ.· οὖρος λιαρός, θερμός και απαλός άνεμος, σε Ομήρ. Οδ.· ὕπνος λιαρός, ήσυχος, ήρεμος, ευχάριστος, γλυκός ύπνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: tepid, mild (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Note the great similarity with the synonymous χλιαρός, cf. Güntert Reimwortbildungen 147; other semantically close formations in -αρός in Chantraine Form. 227. Unexplained; diff. hypotheses in Bq, a. o. (with Kluge and Osthoff MU 6, 324) to OHG līso slow and Lit. lýsti become meager. Useless Fur. 240 compares λιβρός.

Middle Liddell

λιᾰρός, ή, όν like χλιαρός
warm, Hom.; οὖρος λ. a warm soft wind, Od.; ὕπνος λ. balmy sleep, Il.

Frisk Etymology German

λιαρός: {liarós}
Meaning: lau, mild (ep. seit Il.).
Etymology: Die große lautliche Ähnlichkeit mit dem synonymen χλιαρός ist gewiß nicht zufällig, vgl. Güntert Reimwortbildungen 147; andere semantisch nahestehende Bildungen auf -αρός bei Chantraine Form. 227. Sonst unerklärt; allerhand Hypothesen bei Bq, u. a. (mit Kluge und Osthoff MU 6, 324) zu ahd. līso leise und lit. lýsti mager werden.
Page 2,120