γονίας
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
χειμών, in A.Ch.1067 (anap.), acc. to Hsch. εὐχερής, a fair wind; but, acc. to the Sch., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ viento fatal, quizá cargado de desastres pred. χειμὼν πνεύσας γ. ἐτελέσθη A.Ch.1067, cf. γ.· ἄνεμος ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα Sch.ad loc., γ.· εὐχερής Hsch.
German (Pape)
[Seite 501] Aesch. Ch. 1063, l. d., nach Schol. ἄνεμος, ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα, vielleicht von γόνιος, = γόνιμος.
French (Bailly abrégé)
- χειμών (ὁ) :
tempête violente, ou, selon d'autres, qui naît soudainement.
Étymologie: γόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γονίας γόνος adj., betekenis onzeker, alleen in:. χειμὼν... γονίας een plotseling opkomende storm Aeschl. Ch. 1067.
Russian (Dvoretsky)
γονίας: adj. m (только nom. sing.) предполож. роковой или сильный (χειμών Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
γονίας: χειμών, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1067, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εὐχερής, οὔριος ἄνεμος· ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.
Greek Monotonic
γονίας: χειμών, πιθ. βίαιη καταιγίδα, σε Αισχύλ.