συγκυρέω

Revision as of 11:56, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

aor. -εκύρησα and -έκυρσα (v. infr.):—
A come together by chance, μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι Il.23.435; of ships, Hdt.8.92; meet with an accident, τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ S.OC 1404; κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι D.S.17.106; τραγικοῖς πάθεσι Id.20.21; εὐτυχίᾳ Phld.Mort.38; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας art involved in one and the same fate, E.Andr.1172 (anap.).
2 c. part., like τυγχάνω, συνέκυρσε θέων happened to be running, Emp.53; εἰ συνεκύρησε.. παραπεσοῦσα νηῦς whether it fell in the way by chance, Hdt. 8.87.
II of events and accidents, happen, occur, ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Thgn.698; τάδε οἶδα.. τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Hdt.4.15; σ. μοι ἡδονά E.Ion 1448 (lyr.); τίς τύχα μοι συγκυρήσει; Id.IT874 (lyr.); τὰ συγκυρήσαντα what had occurred, Hdt.1.119, cf. D.S.1.1; ὃ καὶ συνεκύρησε Plb.2.65.7, cf. Phld.Rh.1.132 S.; τὰ παρὰ τοῦ δαιμονίου -ήσαντα D.H.5.56: impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that... Hdt.9.90, cf. Hp.Oct.10:—Pass., τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Hdt.9.37 (nisi leg. συγκεκρημένον).
III of places, to be contiguous to, χώραις -οῦσαν θάλατταν Plb.3.59.7, etc.; πρὸς τόπον Plu.Arist.11; Ἐσεβὼν καὶ ταῖς -ούσαις αὐτῇ LXX Nu.21.25.
IV v. συγκύρω.

German (Pape)

[Seite 970] (s. κυρέω), von Personen, zusammentreffen, zusammengerathen, einander begegnen; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, Il. 23, 435, daß sie nicht an einander geriethen; τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ, Soph. O. C. 1404; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας, Eur. Andr. 1173; πόθεν μοι συνέκυρσ' ἀδόκητος ἡδονή; Ion 1448; von Schiffen, Her. 8, 87. 92; übh. sich zu gleicher Zeit ereignen, zutragen, c. int., 9, 10; τὰ συγκυρήσαντα, die Ereignisse, 1, 119. 8, 136; auch ungewöhnlich im pass., τὸ εἰς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον, 9, 37. Oft bei Sp.: παρὰ δόξαν αὐτοῖς τῶν πραγμάτων συγκυρούντων, Pol. 5, 18, 6; δύο τὰ κάλλιστα συνεκύρησε τοῖς Ῥωμαίοις, 2, 20, 8; aber auch ἡ ἔξωθεν συγκυροῦσα ταύταις ταῖς χώραις θάλαττα, 3, 59, 7, das Meer, welches diese Länder berührt; so τὰ συγκυροῦντα πρὸς τὴν Μεσσηνίαν, Strab. 8, 3, 17; vgl. Plut. Aristid. 11; τοιῷδε τέλει συγκῦρσαι, Luc. philopatr. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. se trouver avec, se rencontrer par hasard ; avec un dat., rencontrer ; fig. rencontrer (une destinée, un sort, etc.);
II. se rencontrer avec :
1 en parl. de lieux atteindre à, toucher à, être contigu à, dat. ou πρός et l'acc.;
2 avec un suj. de chose échoir, arriver : τινι à qqn ; • impers. συνεκύρησε avec l'inf., il arriva que.
Étymologie: σύν, κυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κυρέω tegen elkaar stoten of botsen:; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι opdat de eenhoevige paarden niet op de een of andere manier tegen elkaar zouden botsen op de weg Il. 23.435; met dat., met εἰς + acc. stuiten op, oplopen tegen; van plaatsen grenzen aan, met πρός + acc.. Plut. Arist. 11.7. gebeuren, treffen, overkomen, met dat..; πόθεν μοι συνέκυρσ’ ἀδόκητος ἡδονά; vanwaar is mij een onverwacht plezier overkomen? Eur. Ion 1448 ( lyr. ); met pred. ptc..; συνέκυρσε κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς bij toeval gebeurde het dat het schip in de weg kwam te liggen Hdt. 8.87.3; onpers., met inf.. τῆς... αὐτῆς ἡμέρης... συνεκύρησε γενέσθαι ( sc. τρῶμα ) καὶ ἐν Μυκάλῃ op dezelfde dag (waarop x plaatsvond) wilde het geval dat ook (de nederlaag) in Mycale... plaatsvond Hdt. 9.90.1.

Russian (Dvoretsky)

συγκῠρέω: (aor. συνεκύρησα и συνέκυρσα)
1 сталкиваться (ὁδῷ ἐνί Hom.);
2 (случайно), встречаться (νέες, συνεκύρεον Her.);
3 попадать(ся), оказываться: εἰς ἓν μοίρας συγκῦρσαι Eur. оказаться в таком же положении; ἄναυδον τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ Soph. безропотно покориться этой (своей) судьбе;
4 приключаться, случаться: τὰ τοῖς Μεταποντίνοις συγκυρήσαντα Her. то, что случилось у метапонтинцев; πόθεν μοι συνέκυρσ᾽ ἀδόκητος ἡδονά; Eur. откуда явилось мне (это) неожиданное блаженство?; τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Her. возникшая к лакедемонянам вражда;
5 прилегать, примыкать, граничить (ταύταις ταῖς χώραις Polyb.; πρὸς τὸ ἱερόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠρέω: ἀόρ. -εκύρησα καὶ -έκυρσα· ― συντυγχάνω, συμπίπτω, μήπως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι, «συμπέσειαν καὶ συγκρούσειαν ἐν τῇ ὁδῷ οἱ μονώνυχες ἵπποι» (Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 435· οὕτως ἐπὶ πλοίων, Ἡρόδ. 8. 92· συντυγχάνω, ἀπαντῶ τι δυσάρεστον, τῇδε συγκύρσαι τύχῃ Σοφ. Ο. Κ. 1404· κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι Διόδ. 17. 106· τραγικοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. 20. 21· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι εἰς τὴν αὐτὴν μοῖραν, τύχην, Εὐρ. Ἀνδρ. 1172. 2) μετὰ μετοχ. ὡς τὸ τυγχάνω· συνέκυρσε θέων, συνέπεσε νὰ τρέχῃ, Ἐμπεδ. 260· εἰ συνεκύρησε... παραπεσοῦσα νηῦς, ἂν κατὰ τύχην συνέπεσε..., Ἡρόδ. 8. 87. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων, ὡς τὸ συμβαίνω, κατὰ τύχην συμβαίνω, ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Θέογν. 698Β· τάδε οἶδα... τοῖς ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Ἡρόδ. 4. 15· σ. μοι ἁδονὰ Εὐρ. Ἴων 1448· τίς τύχα μοι ξυγκυρήσει; ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 874· ἀπροσ., μετ’ ἀπαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη ὥστε νά..., Ἡρόδ. 9. 90· τὰ συγκυρήσαντα, ὅσα εἶχον συμβῆ, ὁ αὐτ. 1. 119· ὃ καὶ συνεκύρησε Πολύβ. 2. 65, 7, πρβλ. Διόδ. 1. 1· παρά τινος, ἐκ μέρους τινός, Διον. Ἁλ. 5. 56· οὕτως ἐν τῷ παθητ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Ἡρόδ. 9. 37. ΙΙΙ. ἐπὶ τόπων, γειτνιάζω πρός τινα, τινι Πολύβ. 3. 59, 7, κτλ.· πρὸς τόπον Πλουτ. Ἀριστείδ. 11.

English (Autenrieth)

aor. opt. συγκύρσειαν: hit or strike together, Il. 23.435†.

Greek Monotonic

συγκῠρέω: αόρ. αʹ -εκύρησα και -έκυρσα·
I. 1. συμβαίνω κατά τύχη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συναντώ κάτι δυσάρεστο, παθαίνω ατύχημα, συγκύρσαι τύχῃ, σε Σοφ.· εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας, περικλείεσαι στην ίδια μοίρα, σε Ευρ.
2. με μτχ. όπως το τυγχάνω, συνεκύρησε παραπεσοῦσα νηῦς, που κατά τύχη συνέπεσε, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για γεγονότα και συμβάντα, όπως το συμβαίνω, συμβαίνω κατά τύχη, τυχαίνω, στον ίδ., σε Ευρ.· απρόσ., με απαρ., συνεκύρησε γενέσθαι, συνέβη ώστε να..., σε Ηρόδ.· ομοίως, στην Παθ., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον, στον ίδ.
III. λέγεται για τόπους, είμαι γειτονικός με κάποιον τόπο, γειτνιάζω, συνορεύω, τινί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

aor1 -εκύρησα aor1 -έκυρσα
I. to come together by chance, Il., Hdt.: to meet with an accident, συγκύρσαι τύχῃ Soph.; εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας art involved in one and the same fate, Eur.
2. c. part., like τυγχάνω, συνεκύρησε παραπεσοῦσα νηῦς fell in the way by chance, Hdt.
II. of events and accidents, like συμβαίνω, to happen, occur, Hdt., Eur.: —impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that . ., Hdt.:—so, in Pass., τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον Hdt.
III. of places, to be contiguous to, τινί Polyb.