ὀξύνω
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
[ῡ], A fut. ὀξῠνῶ LXX Wi.5.20, (παρ-) D.2.11,54.25: aor. ὤξῡνα S.Tr.1176: pf. ὤξυγκα (παρ-) Plb.31.1.3, J.AJ11.6.7:—Pass., fut. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Hp.Acut.(Sp.) 17: aor. ὠξύνθην Hdt. (v. infr.), etc.: pf. ὤξυμμαι (παρ-) Lys.4.8, D.14.16, (ἀπ-) Plb.18.18.13, etc.; later ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Id.1.22.7, 6.22.4:—sharpen, point, ἔγχος ὀ. σιδήρῳ Epigr.Gr.790.5 (Dyme); ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα D.P.177; of the nose, ῥῖνα ὠξυμμένην Gal.17(1).998.
II metaph., goad to anger, provoke, τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα S.l.c.:—Pass., ὀξυνθείς Hdt.8.138, cf. LXX Ez.21.9(14).
2 intr., become acute, of pain, Aret.SD2.11.
III Gramm., = ὀξυτονέω, A.D.Pron.28.5 (Pass.), 43.10,al.
IV make acid, Gal.6.691:—Pass., to be acid or become acid, of wine, Arist.GA753a23, Luc.Sat.26:—so, intr. in Act., Thphr. HP 4.3.4.
German (Pape)
[Seite 353] 1) scharf od. spitz machen, schärfen, spitzen, Sp. – Übertr., anreizen, sowohl anfeuern, ermuntern, Sp., als aufbringen, erbittern, μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα, zu reizen, Soph. Trach. 1166; ὀξυνθείς, aufgebracht, Her. 8, 138. – Bei den Gramm. mit dem Akut bezeichnen, οἱ μὲν ὀξύνουσι τὴν τελευταίαν, Ath. XI, 484; oft in den Schol. u. VLL.; ὀξυντέος, Schol. ll. 15, 445. – 2) sauer machen, Luc. saturn. 26; u. pass., sauer werden, Arist. gen. an. 3, 2, oft Medic.
French (Bailly abrégé)
f. ὀξυνῶ, ao. ὤξυνα, pf. inus.
Pass. ao. ὠξύνθην, pf. inus.
aiguillonner, stimuler, exciter ; Pass. être irrité.
Étymologie: ὀξύς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύνω: (ῡ) (fut. ὀξῠνῶ, aor. ὤξῡνα; aor. pass. ὠξύνθην)
1 заострять, обострять (τὴν αἴσθησιν Anth.);
2 делать кислым (οἱ οἶνοι ἐν ταῖς ἀλέαις ὀξύνονται Arst.);
3 раздражать, сердить (στόμα τινός Soph.; ἀκούσας καὶ ὀξυνθείς Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύνω: [ῡ], Ἀνθ. Π. παράρτ. 304: μέλλ. ὀξυνῶ (παρ-) Δημ. 21. 14., 1264. 26: ἀόρ. ὤξῡνα Σοφοκλ.: πρκμ. ὤξυγκα (παρ-) Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Ἱππ.: ἀόρ. ὠξύνθην Ἡρόδ., κλ.: πρκμ. ὤξυμμαι (παρ-) Λυσ. 101. 20, Δημ., κλ.· παρὰ μεταγεν. ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Πολύβ. Ποιῶ τι ὀξύ, κοπτερόν, ἀκονῶ, ἔγχος ὀξ. σιδήρῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 790. 5· ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα Διον. ΙΙ. 177. ΙΙ. μεταφορ., παροξύνω, παροργίζω, τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα Σοφ. Τρ. 1176. ― Παθ., ὀξυνθεὶς Ἡρόδ. 8. 138. 2) ποιῶ τι ὀξύ, τὴν αἴσθησιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· ― οὕτως ἀμεταβ., γίνομαι ὀξύς, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. = ὀξυτονέω, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. acuere. IV. κάμνω τι ξινόν. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ’ξινός, «ξινίζω», ἐπὶ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, Λουκ. Κρον. 26· ― οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 3.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀξύνω) οξύς
1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω
2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ
3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, το καθιστώ ξινό
4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο
5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή»)
β) δημιουργώ οξύτητα, ερεθίζω, παροργίζω
γ) επιτείνω, εντείνω, επιδεινώνω («η εγωιστική στάση του όξυνε τη σχέση τους».
Greek Monotonic
ὀξύνω: [ῡ], μέλ. ὀξυνῶ, αόρ. αʹ ὤξῡνα, παρακ. ὄξυγκα — Παθ., αόρ. αʹ ὠξύνθην, παρακ. ὤξυμμαι και ὤξυσμαι (ὀξύς)·
1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό· μεταφ., κεντρίζω το θυμό, προκαλώ, εξερεθίζω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ηρόδ.
2. κάνω κάτι οξύ, δριμύ, γρήγορο, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀξύς
1. to sharpen: metaph. to goad to anger, provoke, Soph.:—Pass., Hdt.
2. to sharpen, quicken, Anth.