ἀναποδίζω
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
(πούς)
A make to step back, call back and question, cross-examine, ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀ. τὸν κήρυκα Hdt.5.92.ζ; πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα Aeschin.3.192, cf. Luc.Abd.17:—Pass., Antipho Soph.18.
2 οὐδαμῇ ἄλλῃ ἀνεπόδισε ἑωυτόν in no other passage did he correct himself, retract what he before said, Hdt.2.116.
3 deduct for retrograde motion, Vett.Val.25.26.
II intr., step back, return, ἐπὶ τὴν μονάδα Pythag. ap. Stob.1.10.12 (corr. Heeren), LXX Si.46.4, Luc.Nec.7; εἰς τοὐπίσω Hdn.5.6.7; ἀ. πρὸς.. revert, Chor.in Rh.Mus.49.492; κύκλον ἀ. recur in a cycle, Hippod. ap.Stob.4.34.71; of the retrograde motion of the planets, Theo Sm. p.147 H., Procl.Hyp.5.72, etc.: metaph. of festivals which fall late in the calendar, Gem.8.19.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. pres. gen. fem. dór. ἀναποδιζοίσας Hippod.p.14]
A tr.
1 hacer volverse para ser interrogado, detener con preguntas τὸν κήρυκα Hdt.5.92ζ, τὸν γραμματέα Aeschin.3.192, αὐτὸν ... καθ' ἕκαστον Aristid.2.161.
2 hacer volverse atrás ἀνεπόδισε ἑωυτόν se retractó Hdt.2.116, cf. en v. pas., Antipho Soph.B 18.
B intr.
I subir οἱ πρὸς ἄκρον γηλόφου τινὸς ἀναποδίσαντες Cyr.Al.M.77.504B.
II 1volver, retroceder ἐπὶ τὴν μονάδα Pythag.B 15, cf. Hippod.l.c., ἀναποδοῦσιν (cód.) pero ἀναποδ<ίζ>ουσιν (cj.), Plu.2.876f, εἰς τοὐπίσω Hdn.5.6.7, ἀναποδίζων κατάβηθι PMag.4.2494
•revertir πρὸς ἐκείνην ... τοῦ λόγου τὴν ἔννοιαν Chor.Decl.5.35, cf. Luc.Nec.7.
2 astrol. tener un movimiento de retroceso de planetas, Theo Sm.p.147, Procl.Hyp.5.72, ἀπὸ ἡλιακῆς μοίρας Vett.Val.25.26.
III caer tarde en el año, de fiestas, Gem.8.19.
German (Pape)
[Seite 203] (πούς), den Fuß zurücksetzen, zurückgehen, Sp., z. B. Hrdn. 5, 6, 17 εἰς τοὐπίσω; vgl. Luc. Necyom. 7. Gew. trans., zurückkommen lassen, zurückrufen, γραμματέα Aesch. 3, 192; τὸν κήρυκα Her. 5, 92, 6, mit der Nebenbdtg: noch einmal ausfragen; aber ἑωυτόν, das früher Gesagte aufheben, widerrufen, 2, 116; dah. ἀνέτρεψε καὶ ἀνεπόδισε τὴν θεραπείαν Luc. abd. 17.
French (Bailly abrégé)
f. att. ἀναποδιῶ;
faire revenir sur ses pas, d'où
1 interroger de nouveau;
2 rétracter : ἑωυτόν HDT se rétracter, revenir sur une déclaration.
Étymologie: ἀνά, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ἀναποδίζω:
1 заставлять вернуться, звать обратно, перен. переспрашивать (τινά Her., Aeschin.): ἀ. ἑαυτόν Her. возвращаться к сказанному; ἀ. τὴν θεραπείαν Luc. сводить на нет (прежнее) лечение;
2 идти вспять, возвращаться: ἐπανάγειν τινὰ ἐς τὴν οἰκίαν ἀναποδιζοντα Luc. вести кого-л. домой задом наперед.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναποδίζω: μέλλ. -ίσω (πούς): ― κάμνω τινὰ νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, καλῶ ὀπίσω καὶ ἐρωτῶ, ἀνακρίνω αὐστηρῶς ποιῶν ἐρωτήσεις περιπλόκους, ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀναπ. τὸν κήρυκα Ἡρόδ. 5. 92, 6· πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα Αἰσχίν. 81, 26. 2) οὐδαμῇ ἄλλῃ ἀνεπόδισε ἑωυτόν, εἰς οὐδὲν ἄλλο μέρος διώρθωσεν ἑαυτὸν (δὲν ἀνῄρεσεν ὅσα προηγουμένως εἶπεν), Ἡρόδ. 2. 116. ΙΙ. ἀμετάβ., βαδίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὀπισθοδρομῶ, Πυθαγ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 300, Ἑβδ. (Σειράχ, μςϳ, 4)· Λουκ. Νεκυομ. 7· εἰς τοὐπίσω Ἡρωδιαν. 5. 6· κύκλον ἀν., ἐπανέρχομαι ἐν κύκλῳ, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 534. 43: πρβλ. ἀναποδόω.
Greek Monolingual
(I)
(Α ἀναποδίζω)
1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ
2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη
αρχ.-μσν.
κάνω κάποιον να γυρίσει, να στραφεί πίσω, να επιστρέψει
αρχ.
κάνω κάποιον να επιστρέψει, τον επαναφέρω προς τα πίσω και τον ρωτώ, τον ανακρίνω εξαντλητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ποδίζω < πούς.
ΠΑΡ. αναποδισμός
μσν.
ἀναποδιστής
μσν.- νεοελλ.
αναπόδιση (-ις)].
(II)
ανάποδος
1. φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος ή κακότροπος.
Greek Monotonic
ἀναποδίζω: μέλ. -ίσω (πούς), κάνω κάποιον να πισωγυρίσει, ανακαλώ, ανακρίνω, ερευνώ, σε Ηρόδ., Αισχίν.· ἀν. ἑωυτόν, διόρθωσε τον εαυτό του, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
πούς
to make to step back, call back, cross-examine, Hdt., Aeschin.; ἀν. ἑωυτόν to correct himself, Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=κάνω κάποιον νά ὀπισθοδρομήσει, ὀπισθοδρομῶ). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + πούς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπόδισις (=ὀπισθοδρόμηση), ἀναποδισμός (=ἐπιστροφή), ἀναποδιστής.
Léxico de magia
andar hacia atrás πεμπόμενος δὲ ἄβλαυτος ἴθι ἀναποδίσας al marcharte camina descalzo andando hacia atrás P I 37 μεθ' ἧς ἔχεις ἐσθῆτος βαπτισάμενος ἀναποδίζων ἄνελθε después de sumergirte con la ropa que llevas sal caminando hacia atrás P IV 44 ταῦτα εἰπὼν θῦσον καὶ ἀναστενάξας ἀναποδίζων κατάβηθι después de decir esto haz la ofrenda y tras lanzar un grito baja caminando hacia atrás P IV 2493 μέτρησον πεντήκοντα ἐννέα ἐπὶ τρὶς ἀναποδίζων cuenta cincuenta y nueve pasos tres veces caminando hacia atrás P XXXVI 273