μετανίστημι
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
A remove from his or their country, Plb.3.5.5; εἰς ἄλλας πόλεις Id.9.26.7.
2 generally, remove, i.e. avert, τὰ χείριστα Phld.D.1.19.
II Pass., c. aor. 2 et pf. Act., remove, migrate, Th.1.12, 3.114, S.OC175 (anap.), Ph.1.514, POxy.44.9 (i A. D.); ἐς χῶρον Hdt.9.51, cf. D.S.4.85; ἐκ τῶν ἄνω τόπων Id.1.37; πρός τινας Ph.2.25; μ. Πελοποννήσου emigrate from... Conon47.1.
German (Pape)
[Seite 151] (s. ἵστημι), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.
French (Bailly abrégé)
f. μεταναστήσω, ao.2 μετανανέστην, etc.
1 tr., excepté à l'ao.2 et au pf. déplacer, chasser, bannir;
2 intr. à l'ao.2, au pf. et pqp. se déplacer, s'expatrier, émigrer : ἐς τόπον HDT dans un lieu ; παρά τινα THC se réfugier auprès de qqn.
Étymologie: μετά, ἀνίστημι.
Russian (Dvoretsky)
μετανίστημι:
1 переводить, переселять, перемещать (εἰς ἄλλας πόλεις Polyb.);
2 переходить (ἐς χῶρόν τινα μεταναστῆναι Her.; παρά τινα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
μετανίστημι: μέλλ. -αναστήσω, μετακινῶ τινα ἐκ τῆς χώρας του, ἢ ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν χώραν του καὶ μετοικήσῃ, Πολύβ. 3. 5, 5, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀφίνω τὸν τόπον μου καὶ πορεύομαι εἰς ἄλλο μέρος, μεταναστεύω, Θουκ. 1. 12., 3. 114, Σοφ. Ο. Κ. 175· ἐς τόπον Ἡρόδ. 9. 51, Διόδ., κτλ.· πρός τινα Φίλων 2. 612. μ. Πελοποννήσου, μεταναστεύω, μετοικῶ ἐκ..., Κόνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 141. 2.
Greek Monolingual
μετανίστημι (Α) ανίστημι
1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει
2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω
3. αποτρέπω
4. παθ. μετανίσταμαι
α) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῦτον δὴ τὸν χώρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι», Ηρόδ.)
β) εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω.
Greek Monotonic
μετανίστημι: μέλ. -αναστήσω,
I. μετακινώ, απομακρύνω κάποιον από τη χώρα του, σε Πολύβ.
II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., μετακομίζω και πηγαίνω κάπου αλλού, μεταναστεύω, σε Ηρόδ., Σοφ.
Middle Liddell
fut. -αναστήσω
I. to remove one from his country, Polyb.
II. Pass. c. aor2 et perf. act. to move off and go elsewhere, to migrate, Hdt., Soph.