ἀψευδής

From LSJ
Revision as of 13:10, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψευδής Medium diacritics: ἀψευδής Low diacritics: αψευδής Capitals: ΑΨΕΥΔΗΣ
Transliteration A: apseudḗs Transliteration B: apseudēs Transliteration C: apsevdis Beta Code: a)yeudh/s

English (LSJ)

ἀψευδές,
A without deceit, truthful, especially of oracles and the like, Hes.Th.233, Hdt.1.49, 2.152 (Sup.), al.; μάντις ἀψευδής, of Apollo, A.Ch.559, cf. Fr.350.5, Cratin.29 D. (Sup.); θεός Ep.Tit.1.2; ἀψευδεῖ τέχνῃ, of augury, A.Th.26; ἦθος E.Supp.869; unerring, Pl. Tht.160d, etc.; μάρτυς ἀψευδέστατος Ph.2.341.
2 of things, uncorrupt, pure from all deceit, ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν = he forged the tongue on the anvil of no lies Pi.P.1.86.
3 ἀψευδής = hemlock, κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.
II Adv. ἀψευδέως, Att. ἀψευδῶς, really and truly, without deception, truly, really, οἱ ἀ. ἄριστοι Hdt.9.58, cf. Ph.1.19, al., Iamb.Myst.2.2: Sup. ἀψευδέστατα, ἐρεῖν Ph.1.34.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que no miente, veraz, verídico de pers. y dioses Νηρέα δ' ἀψευδέα ... γείνατο Πόντος Hes.Th.233, Ζεὺς ἐν θεοῖσι μάντις ἀψευδέστατος Archil.66, cf. Cratin.505, μάντις ἀ. τὸ πρίν de Apolo, A.Ch.559, κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα ἤλπιζον εἶναι A.Fr.350.5, ὁ ἀ. θεός Ep.Tit.1.2
οἱ Ἀψευδεῖς los que no mienten tít. de una obra de Teleclides, Telecl.10-13
de orác. y afines μαντήιον ἀψευδές Hdt.1.49, 2.152, ἀψευδεῖ τέχνῃ de un adivino, A.Th.26
neutr. como adv. sin mentir, verazmente λέγοντες ἀψευδέστατα ἐροῦμεν Ph.1.34.
2 de abstr. libre de engaño, libre de fraude ἦθος ἀψευδές E.Supp.869, cf. D.20.13, σαφεῖ τε καὶ ἀψευδεῖ ... πράγματι de la τέχνη del δημιουργός Pl.Lg.921b, λείψανον τῆς ἀψευδοῦς ὡραιότητος resto de su frescura natural Hld.2.1.3, fig. ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν Pi.P.1.86
neutr. subst. τὸ ἀψευδές = lo cierto, lo verdadero πατὴρ δὲ τὸ μὲν δοκεῖν προφήτης τὸ δὲ ἀ. Ἑρμῆς de Homero, Hld.3.14.2.
3 que no se engaña, que no se equivoca, exento de error ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ Pl.Tht.160d, μάρτυς ἀ. Ph.2.341.
II subst. ἡ ἀψευδής bot. cicuta Ps.Dsc.4.78.
III adv. ἀψευδῶς, ἀψευδέως
1 verdaderamente, en verdad πρὸς τοὺς ἀψευδέως ἀρίστους ἀνθρώπων Hdt.9.58, cf. Ph.1.19.
2 sin error, sin equivocación ἀψευδῶς περιλαβεῖν de conceptos y definiciones, Iambl.Myst.2.2.

German (Pape)

[Seite 421] ές, nicht lügend, truglos, neben ἀληθής, vom Nereus, Hes. Th. 233; ἄκμων Pind. P. 1, 86, in Beziehung auf die Zunge; θεός Eur. Or. 364; μαντεῖον Her. 1, 49; öfter bei Plat.; sich nicht irrend, καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ Theaet. 160 d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne ment pas, véridique, vrai ; ἀψευδὴς τέχνη ESCHL la science qui ne trompe pas, càd la science des devins;
Cp. ἀψευδέστερος.
Étymologie: , ψεῦδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀψευδής:
1 не лгущий, говорящий правду, правдивый Pind., Hes., Aesch. Eur.;
2 истинный, подлинный (κάλλος Plut.);
3 не ошибающийся, безошибочный (ἀ. καὶ μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀψευδής: -ές, ὁ μὴ ψευδόμενος, ἀληθής, εἰλικρινής, ἀξιόπιστος, κυρίως ἐπὶ χρησμῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Ἡσ. Θ. 233, Ἡρόδ. 1. 49., 2. 152, κ. ἄλλ. μάντις ἀψ., περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Χο. 559, πρβλ. Ἀποσπ. 181, 5· ἀψευδεῖ τέχνῃ, ἐπὶ τῆς μαντικῆς, οἰωνοσκοπικῆς, ὁ αὐτ. Θήβ. 26· ἦθος Εὐρ. Ἱκ. 869· ὁ μὴ σφαλλόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 160D, κτλ.: - (παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα). 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀδιάφθορος, μὴ ἀπατηλός, ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν, «ὅ ἐστι, φιλαλήθης ἔσο, ἤτοι ἀλήθευε» (Σχολ.), Πίνδ. Π. 1. 166. ΙΙ. Ἐπίρρ. -δέως, Ἀττ. -δῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, πρὸς τοὺς ἀψευδέως ἀρίστους Ἡρόδ. 9. 58.

English (Slater)

ἀψευδής true, of truth ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν (P. 1.86) ]ἀψευδ[ P. Oxy. fr. 2442. fr. 41A.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and ψεῦδος; veracious: that cannot lie.

English (Thayer)

ἀψευδες (ψεῦδος), without lie, truthful: Hesiod theog. 233down.)

Greek Monolingual

-ές (AM ἀψευδής, -ές)
1. ειλικρινής, φιλαλήθης
2. αληθινός, πραγματικός, αναμφισβήτητος
μσν.
1. (με παράλειψη του ουσ.) ὁ Ἀψευδής
ο Χριστός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀψευδές
α) η αλήθεια
β) η αξιοπιστία
αρχ.
αλάνθαστος, ακριβής.

Greek Monotonic

ἀψευδής: -ές (ψεῦδος), αυτός που δεν χρησιμοποιεί ψέμματα ή δόλο, ειλικρινής, ευθύς, πιστός, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίρρ. -δέως, σε Αττ.· -δῶς, αληθινά και πραγματικά, στον ίδ.

Middle Liddell

ψεῦδος
without lie and deceit, truthful, sincere, trusty, Hes., Hdt., etc.:—adv. -δέως, Attic -δῶς, really and truly, Hdt.

Chinese

原文音譯:¢yeud»j 阿-普修得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-假
字義溯源:誠實的,沒有虛假,無謊言的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ψεῦδος)=虛謊)組成;而 (ψεῦδος)出自(ψεύδομαι)*=撒謊)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 無謊言的(1) 多1:2

English (Woodhouse)

truthful, free from falsehood, not false, unlying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)