κώλυμα
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
κωλύματος, τό,
A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E.Ion862 (anap.); κώλυμα θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κώλυμα PFrankf.1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κώλυμα οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κώλυμα φορᾶς impediment to motion, Pl.Cra.418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.Flat.8: κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr. CP 2.7.5.
II defence against a thing, σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: c. gen., κώλυμα δηλητηρίων Hdn.1.17.10.
German (Pape)
[Seite 1542] τό, das Hinderniß, die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; κώλυμα οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. θεῖον 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obstacle, empêchement.
Étymologie: κωλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κώλυμα -ατος, τό [κωλύω] hindernis, obstakel:; ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα ze bedachten middelen om de brand tegen te gaan Thuc. 7.53.4; met inf.: κώλυμα... προσθεῖναι een obstakel voor het sluiten van de deur Thuc. 4.67.4. overdr. beletsel:; κώλυμα φορᾶς beletsel voor beweging Plat. Crat. 418e: θεῶν ἢ ἡρώων κώλυμα beletsel van de zijde van goden of helden Thuc. 5.30.1; met μή en inf..: κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι beletsels om te groeien Thuc. 1.16.1.
Russian (Dvoretsky)
κώλῡμα: ατος τό
1 помеха, препятствие (φορᾶς Plat.; τοῦ συμπεσεῖν τὸν πόλεμον Plut.): ἡ ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι Thuc. так как повозка мешала запереть (ворота);
2 предупредительная мера, защита: σβεστήρια κωλύματα Thuc. противопожарные меры.
Greek (Liddell-Scott)
κώλῡμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. θεῖον Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον ἐναντίον…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. προφύλαξις ἐναντίον τινός, σβεστήρια κωλύματα, προφύλαξις ἐναντίον τοῦ πυρός, Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. κωλύμη.
Greek Monolingual
το (AM κώλυμα) κωλύω
εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῦ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.)
αρχ.
άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», Θουκ.).
Greek Monotonic
κώλῡμα: -ατος, τό (κωλύω),
I. παρεμπόδιση, παρακώλυση, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Ευρ., Θουκ.
II. άμυνα εναντίον κάποιου πράγματος, αντίσταση, προφύλαξη, σε Θουκ.
Middle Liddell
κώλῡμα, ατος, τό, κωλύω
I. a hindrance, impediment, Eur., Thuc.
II. a defence against a thing, precaution, Thuc.