αριθμός

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀριθμός)
1. σύνολο ομοειδών μονάδων, το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους
2. η σχέση μιας ποσότητας προς άλλη που λαμβάνεται ως μονάδα
3. γραμμ. η διαίρεση των κλιτών μερών του λόγου σε τρεις κατηγορίες για να δηλωθεί η έννοια του ενός, των δύο ή των πολλών (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός αριθμός)
4. πληθ. οἱ Ἀριθμοί
τίτλος έργου της ΠΔ, το τέταρτο βιβλίο της Πεντατεύχου
νεοελλ.
1. το καθένα από τα δέκα αριθμητικά ψηφία (0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9), με τα οποία γράφονται οι μονάδες, καθώς και κάθε συνδυασμός αυτών που δηλώνει αριθμητικό ποσό (33, 685 κ.ά.)
2. το αριθμημένο πρόσωπο ή αντικείμενο
3. ένδειξη διαστάσεων ή μεγέθους αντικειμένου, το νούμερο
4. φρ. «αὔξων ἀριθμός» — το νούμερο που δηλώνει τη σειρά αρίθμησης ομοειδών μονάδων
αρχ.
1. (για τόπο ή χρόνο) διάστημα, έκταση, ποσό
2. τμήμα, μέρος συνόλου ομοειδών
3. κατάλληλη περίσταση, περίπτωση
4. αριθμητική σειρά, διάταξη
5. τάξη, αξία, σημασία, θέση
6. σημείο πληρότητας ή ολοκλήρωσης
7. κάτι που θεωρείται απλώς ως ποσότητα χωρίς να του αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, το ασήμαντο
8. αρίθμηση, μέτρημα, υπολογισμός
9. ο ρυθμός στον πεζό λόγο
10. (περιλπτ.) αναξιόλογο πλήθος ανθρώπων
11. η αριθμητική, η επιστήμη των αριθμών
12. οἱ ἀριθμοί
τα στρατιωτικά τάγματα
13. (φιλοσ.) η αφηρημένη έννοια του αριθμού
14. (στη δοτ.) ἀριθμῷ
ορισμένο, καθορισμένο ποσό
15. φρ. α) «οἱ ἀριθμοὶ τοῦ σώματος» — οι αναλογίες του σώματος
β) «ἀριθμὸς ἀργυρίου ἢ χρυσίου» — χρηματικό ποσό
γ) «ἀριθμὸν ἔχω» ή «ἐν ἀριθμῷ εἰμι» — λαμβάνομαι υπ' όψιν, υπολογίζομαι, λογαριάζομαι
δ) «ἀριθμός ἡμερῶν» — τέλος χρονικού διαστήματος, λήξη, συμπλήρωση ορισμένης χρονικής περιόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο σε -θμός από θ. αρι-, το οποίο υπάρχει στον τ. νήριτος «αναρίθμητος» (πρβλ. όνομα προσώπου Επήριτος, αρκαδ. Πεδάριτος και αρκαδ. προσηγορ. όν. Επάριτοι «εκλεκτοί»). Η σύγκριση με το αβεστ. rῑm «λογαριασμός», αρχ. άνω γερμ. rῑm «σειρά, αριθμός», αρχ. ιρλ. rῖm «αριθμός», λατ. rῖtus «ιερός θεσμός» οδηγεί σε θ. ri-, του οποίου το ελλ. αρι- αποτελεί πιθ. παραλλαγή (το α- ίσως πρόθεση). Ο ιωνικός τ. αμιθρός (πρβλ. ρ. αμιθρέω, -ώ) σχηματίστηκε από αντιμετάθεση φθόγγων του τ. αριθμός. Η λ. απαντά στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με την έννοια του «πλήθους», από την οποία προήλθαν οι σημασίες «λογαριασμός, ποσότητα», ενώ σπάνια χρησιμοποιείται με τη σημασία «αριθμητική» ή για να δηλώσει τη γραμματική κατηγορία του αριθμού. Στον πεζό λόγο, αλλά σπανιότερα και στην ποίηση, δήλωνε τον «ρυθμό», ενώ σε μεταγενέστερη εποχή τη «στρατιωτική μονάδα» (πρβλ. λατ. numerus).
ΠΑΡ. αριθμώ
αρχ.
αρίθμιος.
ΣΥΝΘ.' συνθετικό) νεοελλ. αριθμομηχανή, αριθμομνήμων
' συνθετικό) ανάριθμος, ενάριθμος, ισάριθμος, πολυάριθμος, υπεράριθμος
αρχ.
αυτοαριθμός, ετεράριθμος, συνάριθμος, τοσοντάριθμος, τρισάριθμος, ψευδαριθμός, ωράριθμος
αρχ.-μσν.
εξάριθμος
μσν.
εικοσάριθμος, τοσάριθμος, χιλιάριθμος
νεοελλ.
απειράριθμος, ευάριθμος, λογάριθμος, ολιγάριθμος, ταντάριθμος, τιμάριθμος, τοκάριθμος].