παρεισφέρω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
bring in beside, π. νόμον propose an amending law, D.20.88, cf. 99 (Pass.); smuggle in, PTeb.38.12(ii B. C.): generally, introduce, Στωϊκὰς δόξας A.D.Conj.213.9; τρόπον Aps.p.243H.; apply besides, σπουδήν 2 Ep.Pet.1.5; interpolate, Sch.D.T.p.29H.:—Pass., to be brought in, χυτρῖδες εἰς τὰς μέθας -φέρονται Arist.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 512] (s. φέρω), daneben, von der Seite od. heimlich hineintragen, Sp.; bes. in Athen, νόμον, ein neues Gesetz gegen ein anderes in Vorschlag bringen, Dem. Lpt. 88. 89.
French (Bailly abrégé)
1 apporter en outre;
2 introduire contre.
Étymologie: παρά, εἰσφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εισφέρω toevoegen; overdr.: σπουδὴν πᾶσαν παρεισενέγκαντες door alle ijver aan de dag te leggen NT 2 Pet. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
παρεισφέρω:
1 привносить, прилагать (σπουδὴν πᾶσαν NT);
2 (о новом законопроекте в противовес старому, действующему закону) вносить, предлагать (νόμον Dem.).
English (Strong)
from παρά and εἰσφέρω; to bear in alongside, i.e. introduce simultaneously: give.
English (Thayer)
1st aorist παρεισήνεγκα;
a. to bring in besides (Demosthenes, others).
b. to contribute besides to something: σπουδήν, R. V. adding on your part).
Greek Monolingual
Α εισφέρω
1. παρεισάγω
2. (σχετικά με εμπορεύματα) κάνω λαθρεμπόριο
3. εφαρμόζω επίσης
4. παρεμβάλλω.
Greek Monotonic
παρεισφέρω:I. εισάγω ως συμπλήρωμα, παρεισφέρω νόμον, εισάγω νέο νόμο για να αντικαταστήσει τον παλιό, Λατ. subrogare, σε Δημ.
II. εφαρμόζω επιπλέον, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παρεισφέρω: εἰσφέρω πλησίον, π. νόμον, παρεισάγω νέον νόμον ὅστις νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸν παλαιόν, Λατ. subrogare, Δημ. 484. 1, 12., 485. 26., 487. 13· - παρεγγράφω, Διομήδ.· - ἐφαρμόζω προσέτι, σπουδὴν πᾶσαν παρεισενέγκαντες, καταβαλόντες, Πέτρου δευτέρα Ἐπιστ. α΄, 5.
Middle Liddell
I. to bring in beside, π. νόμον to propose a new law to amend another, Lat. subrogare, Dem.
II. to apply besides, NTest.
Chinese
原文音譯:pareisfšrw 爬而-誒士費羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-進入-攜帶
字義溯源:從旁運進,努力,努力實行,分外的;由(παρά)*=旁,出於)與(εἰσφέρω)=搬向內)組成;而 (εἰσφέρω)又由(εἰς)*=到,進入)與(φέρω)*=負擔,背)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 分外的(1) 彼後1:5