δειδίσσομαι

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειδίσσομαι Medium diacritics: δειδίσσομαι Low diacritics: δειδίσσομαι Capitals: ΔΕΙΔΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: deidíssomai Transliteration B: deidissomai Transliteration C: deidissomai Beta Code: deidi/ssomai

English (LSJ)

later δεδίσσομαι, Att. -ττομαι: impf.
A ἐδεδίσκετο Ar.Lys.564: fut. -ίξομαι Il.20.201: aor. 1 inf. δειδίξασθαι (v. infr.), δεδίξασθαι Hsch.; part. δεδιξάμενος D.19.291:—causal of δείδω, frighten, alarm, μὴ… δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.4.184, cf. 13.810, Pl. Phdr.245b, Luc.Bis Acc.7, etc.; μὴ δή μ' ἐπέεσσι… ἔλπεο δειδίξεσθαι Il.20.201, cf. Hes.Sc.111; Ἕκτορα… ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι to scare him away from the corpse, Il.18.164 (in 2.190 οὔ σε ἔοικε, κακὸν ὥς, δειδίσσεσθαι it may be taken in either sense, cf. 15.196): c. inf., φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο Theoc.25.74, D.19.291, Prooemia 43, D.H.1.71, al.; cf. δεδίσκομαι ΙΙ.
II intr., fear, ἢν ἡ γυνὴ… δειδίσσηται (v.l. διδ-) Hp.Mul.1.25; μὴ… λίην δειδίσσεο θυμῷ A.R. 2.1219, cf. Plu.Dio57: c. acc., to be afraid of, Orph.A.56, etc.: aor. δειδισάμενος App.BC5.79; τὴν αὐγήν Aret.CA1.1; τὸν ἄνδρα Luc. Sol.5.

Spanish (DGE)

δεδίσσομαι
• Alolema(s): át. -ττομαι
• Morfología: [tard. act. δεδίσσει Sch.Er.Il.24.569b, Sud.; impf. iter. δεδίσκε' Stesich.11.6S.; aor. part. δειδισάμενος App.BC 5.79]
I intr. asustarse οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς δειδίσσεσθαι, ἀλλ' αὐτὸς ... ἴδρυε λαούς Il.2.190, ἢν ἡ γυνὴ ... δειδίσσηται καὶ πτύρηται Hp.Mul.1.25 (cód.), τὸν Δίωνα κρατούμενον πάλαι καὶ δεδιττόμενον ἀπέσφαξαν Plu.Dio 57.
II tr.
1 asustar, amedrentar c. ac. de pers. y anim. δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.4.184, τίη δειδίσσεαι ... Ἀργείους; Il.13.810, μὴ ... δεδίσκε' ἀγάνορα θυμόν Stesich.l.c., οὐδ' Ἰφικλεΐδην δειδίξεται Hes.Sc.111, cf. Ar.Lys.564, μηδέ τις ἡμᾶς λόγος θορυβείτω δεδιττόμενος Pl.Phdr.245b, cf. D.19.291, Prooem.43, ὁ δαίμων ... δεδίξεσθαι κἀμὲ ἐλπίζων Luc.Philops.31, cf. Bis Acc.7, Sol.5, Ach.Tat.3.18.5, Aesop.199, I.BI 4.224, v. act. mismo sent., Sch.Er.Il.l.c., Sud.
c. ac. y dat. instrum. μὴ δὴ ἐπέεσσί με ... ἔλπεο δειδίξεσθαι Il.20.201, χερσὶ δὲ μή τί με ... δειδισσέσθω Il.15.196, μὴ δ' οὕτως ... λίην δειδίσσεο μύθῳ A.R.2.1219, cf. Luc.Zeux.4, Plu.2.74b, 724d
c. ἀπό y gen. ahuyentar οὐκ ἐδύναντο ... Ἕκτορα ... ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι Il.18.164
c. inf. y dat. impedir λάεσσιν ... φευγέμεν ἂψ ὀπίσσω δειδίσσετο Theoc.25.74.
2 c. ac. de abstr. en cont. oracular temer θέσφατα γὰρ Πελίας δειδίσσετο Orph.A.56, εἴτε τι σημεῖον δειδισάμενος App.l.c.
en otros cont. τὸ τῆς ἀρχῆς δυνατὸν δεδιττόμενος Lyd.Mag.3.23
asustarse de, intimidarse con ἢν ... τὴν αὐγὴν ἢ τὰ ἐν αὐγῇ δεδίττωνται Aret.CA 1.1.3, ἵνα μὴ ... τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς δειδιξώμεθα Gr.Nyss.M.46.1168D.

German (Pape)

[Seite 535] – δεδίσσομαι, 1) transit., in Furcht setzen, Einen erschrecken; auch = versuchen, Einen zu erschrecken: τίη δειδίσσεαι αὔτως Ἀργείους Iliad. 13, 810, μηδέ τί πω δειδίσσεο λαόν 4, 184, χερσὶ δὲ μή τί με πάγχυ κακὸν ἃς δειδισσέσθω 15, 196, ὥς ῥα τὸν οὐκ ἐδύναντο δύω Αἴαντε Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι 18, 164, Πηλείδη, μὴ δή μ' ἐπέεσσί γε νηπύτιον ἃς ἔλπεο δειδίξεσθαι 20, 201. 432; ohne Object, ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος εὐρεῖα, wohl Tmesis, Iliad. 12, 52. – 2) intransit., erschreckt werden, fürchten: Iliad. 2, 190 οὔ σε ἔοικε κακὸν ἃς δειδίσσεσθαι. – Vgl. δεδίσσομαι.

French (Bailly abrégé)

1 tr. effrayer ; τινα qqn ; τινα ἀπὸ νεκροῦ IL effrayer qqn de manière à l'écarter d'un cadavre ; ἀπὸ γὰρ δειδίσσετο τάφρος (ἵππους) IL car le fossé effrayait (les chevaux) et (les) faisait reculer;
2 intr. s'effrayer.
Étymologie: forme épq. de δεδίσσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειδίσσομαι ep. voor δεδίττομαι.

Russian (Dvoretsky)

δειδίσσομαι:
1 пугать, устрашать (τινα Hom.); отпугивать, отгонять (Ἓκτορα ἀπὸ νεκροῦ Hom.): λάεσσίν τινα φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δ. Theocr. обращать кого-л. в бегство, бросая камни;
2 пугаться, бояться: οὔ σε ἔοικε δ. Hom. не к лицу тебе робеть.

English (Autenrieth)

(δείδω), fut. inf. δειδίξεσθαι, aor. inf. δειδίξασθαι: trans., terrify, scare; intrans., be terrified (in a panic), only Il. 2.190. (Il.)

Greek Monolingual

δειδίσσομαι και δεδίττομαι (Α)
1. εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον
2. φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειδίσσομαι (< δεδFικ-ιομαι), αττ. δεδίττομαι, αποτελεί πιθ. εκφραστικό αναλογικά σχηματισμό από τον παρακμ. δέδοικα του δείδω κατά τους ενεστώτες σε -ίσσω. Η βασική σημασία του είναι μεταβιβαστική, ενώ η σημ. «φοβάμαι» απαντά κατ' εξαίρεση στον Ιπποκράτη και στον Απολλώνιο τον Ρόδιο].

Greek Monotonic

δειδίσσομαι: Αττ. δεδίττομαι, μέλλ. -ίξομαι, αόρ. αʹ ἐδειδιξάμην, αποθ., Ενεργ. του δείδω, τρομάζω, φοβερίζω, κινητοποιώ, ειδοποιώ, αφυπνίζω, μὴ δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι, τον τρομάζει από το πτώμα του νεκρού, στο ίδ.· οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι, δεν φαίνεται να προσπαθεί να σε τρομάξει, στο ίδ.· με απαρ., φευγέμεν δειδίσσετο, σε Θεόκρ.· στον Αττ. τύπο, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

δειδίσσομαι: μεταγεν. δεδίσσομαι,Ἀττ. -ττομαι,μέλλ. -ίξομαι,ἀόρ. α'ἐδειδιξάμην, ἀποθ. Ἐνεργητ. το{δείδω, ἐκφοβῶ, μή… δειδίσσεο λαόν Ἀχαιῶν Ἰλ. Δ. 184, πρβλ. Ν. 810· μή δή μ᾿ ἐπέεσσι… ἔλπεο δειδίξεσθαι Υ. 201,432,πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 111· Ἕκτορα… ἀπό νεκροῦ δειδίξασθαι, ἀποδιώκω ἀπὸ τοῦ πτώματος,Ἰλ. Σ.164· καὶ οὕτως ἴσως ἐν Β.190,οὔ σε ἔοικε, κακὸν ὥς, δειδίσσεσθαι, δὲν ἁρμόζει εἰς σὲ νὰ προσπαθῇ τις νά σε ἐκφοβήσῃ, ὡς εἰ ἦσο δειλός τις,πρβλ. Ο.196(ἂν καὶ ἕτεροι λαμβάνουσι τὸ ῥῆμα ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, δὲν εἶναι πρέπον εἰς σὲ νὰ φοβῆσαι)· μετ᾿ἀπαρ., φευγέμεν ἂψ ὁπίσω δειδίσσετο Θεόκρ. 25.74· -οὕτως ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, Πλάτ.Φαίδρ. 245Β,Δημ.434.24.,1451.7· πρβλ. δεδίσκομαι ΙΙ. ΙΙ. ἀμετάβ. δείδω· ἢν ἡ γυνὴ… δεδίσσηται Ἱππ.600.35· μή… λίην δειδίσσεο θυμῷ Ἀπολλ.Ρόδ. Β.1219,πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 55,κτλ.· ἀόρ. δειδισάμενος Ἀππ. Ἐμφ. 5.79· πρκμ. δειδίχθαι Μάξιμ.π. Καταρχ. 149.

Middle Liddell

Dep.:—Causal of δείδω, to frighten, alarm, μὴ δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.; Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι to scare him from the corpse, Il.; οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι it beseems not to attempt to frighten thee, Il.:—c. inf., φευγέμεν δειδίσσετο Theocr.:—in Attic form, Plat., Dem.