ἀρτοκόπος

From LSJ
Revision as of 11:50, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοκόπος Medium diacritics: ἀρτοκόπος Low diacritics: αρτοκόπος Capitals: ΑΡΤΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: artokópos Transliteration B: artokopos Transliteration C: artokopos Beta Code: a)rtoko/pos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, baker, whether fem., Hdt.1.51; or masc., Id.9.82, Pl.Grg. 518b (v.l. ἀρτοποιός), X.An.4.4.21 (v.l. ἀρτοποιός), HG7.1.38, IG3.1452, IGRom.4.1244. (Dissim. from ἀρτοπόπος, cf. Phryn.198, Hsch., Poll.7.21; cf. πέσσω.)

Spanish (DGE)

ἀρτοκόπος, -ου, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἀρτοπόπος Phryn.193, Lib.Or.31.12, Hsch., Poll.7.21
panadero, tahonero en principio como oficio al servicio de los reyes persas οἱ ἀρτόκοποι καὶ οἱ ὀψοποιοί Hdt.9.82, cf. X.An.4.4.21, HG 7.1.38, lidios τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκών el retrato de la panadera de Creso Hdt.1.51, gener., Pl.Grg.518b, UPZ 7.6 (II a.C.), IG 22.12948 (I d.C.), IGR 4.1244.2, MAMA 3.170 (Corasio IV/V d.C.), PPetaus 48.7 (II d.C.), IEphesos 215.3, 6 (II/III d.C.), Gr.Shorthand Man.678 (III/IV d.C.), PBerl.Borkowski 8.10 (III/IV d.C.), Horap.1.50, POxy.1949.2 (V d.C.).
• Diccionario Micénico: a-to-po-qo.
• Etimología: Comp. de ἄρτοςpan’ y κόπος < *ποκο- (de la raíz *pekcocer’), c. disim. de *k.

German (Pape)

[Seite 363] Brot backend, Bäcker, Her. 9, 82; Bäckerin, 1, 51; Plat. Gorg. 518 b; Phryn. verwirft die Form statt ἀρτοπόπος od. ἀρτοποιός, vgl. aber Poll. 7, 21. Bei Xen. An. 4, 4, 21 stehen ἀρτοκόποι u. οἰνοχόοι zusammen, wo man an Vorschneider denken könnte. Vgl. aber Xen. Hell. 7, 1, 26. S. auch Inscr. 1018.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui cuit le pain, boulanger, boulangère.
Étymologie: p. *ἀρτοπόπος, de ἄρτος et πέπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοκόπος: ὁ (Her. тж. ἡ) хлебопек, пекарь, булочник Plat., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοκόπος: ὁ, ἡ, ἀρτοποιός, Ἡρόδ. 9. 82, Πλάτ. Γοργ. 518Β, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, Ἑλλ. 7. 1, 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1018. 3, θηλ. Ἡρόδ. 1. 51. (Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς √ΚΟΠ ὡς εἰ κυριολεκτικῶς ἐσήμαινεν ὁ κόπτων τὸν ἄρτον (πρβλ. τρισκοπάνιστος) εἶναι ἤδη γενικῶς ἐγκαταλελειμμένη. Κατὰ τὸν Φρύνιχον σ. 222 (ἔκδ. Lobeck) «ἀρτοκόπος, ἀδόκιμον· χρὴ δὲ ἀρτοπόπος ἢ ἀρτοποιὸς λέγειν». Τὸ ἀρτοπόπος βεβαίως εἶναι ἐκ τῆς √ΠΕΠ καὶ ὁ Κούρτιος παραδέχεται ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸν τύπον -κόπος ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ Λατ. coquo, ὡς ἐπίσης ἔχομεν popina = coquina, ἴδε Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθμ. 630). Ἴδε καὶ σημείωσιν W. G. Rutherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 303.

Greek Monolingual

ἀρτοκόπος και -πόπος, ο, η (Α)
ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β' συνθετικό -ποπος < -kwopos (< -pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα pekw- «ψήνω, μαγειρεύω» (πρβλ. πέσσω «μαλακώνω, ωριμάζω, μαγειρεύω», πέπων «ο ώριμος, αυτός που έγινε μαλακός από τον ήλιο»). Ο πρωταρχικός τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή: α-to-po-qo, όπου παρατηρείται διατήρηση του χειλοϋπερωικού kw, το οποίο δηλώνεται με το συλλαβόγραμμα q. Σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη, το β' συνθετικό -κόπος του τ. αρτοκόπος συνδέεται με το κόπτω και όχι με το πέσσω.

Greek Monotonic

ἀρτοκόπος: ὁ, ἡ, αρτοποιός, σε Ηρόδ., Ξεν. (πιθ. αντί ἀρτο-πόπος, από πέπ-τω, πρβλ. Λατ. coq-uus).

Middle Liddell

a baker, Hdt., Xen. [Prob. for ἀρτοπόπος, from πέπτω, cf. Lat. coquus.]

Translations

baker

Afrikaans: bakker, bakster; Albanian: furrxhi, bukëpjekës; Arabic: خَبَّاز‎, خَبَّازَة‎, فَرَّان‎, فَرَّانَة‎; Armenian: հացագործ; Aromanian: furnãgi, ciripar; Asturian: panaderu; Azerbaijani: çörəkçi, şatır; Basque: okin; Belarusian: пе́кар, пе́карка; Bengali: রূটিত্তয়ালা; Breton: baraer; Bulgarian: пека́р, пека́рка, хлеба́р, хлеба́рка; Burmese: ပေါင်မုန့်ဖုတ်သူ; Catalan: forner, flequer; Chechen: кхаллардоттург; Chinese Mandarin: 麵包師傅, 面包师傅; Czech: pekař; Danish: bager; Dutch: bakker; Esperanto: panisto, panistino; Estonian: pagar; Faroese: bakari; Finnish: leipuri; French: boulanger, boulangère; Galician: panadeiro, forneiro, forneira; Gallo: boulangier; Georgian: მცხობელი, ხაბაზი, მეთორნე; German: Bäcker, Bäckerin; Alemannic German: Beck, Pfischter, Brootler; Greek: αρτοποιός, φούρναρης, φουρνάρισσα; Ancient Greek: ἀρτοκάπηλος, ἀρτοκόλλυτος, ἀρτοκοπάδιος, ἀρτοκόπος, ἀρτοποιός, ἀρτοπράτης, ἀρτόπτης, ἀρτοπώλης, ἀρτουργός, βουκελλατᾶς, σιτοποιός, σιτουργός; Greenlandic: uuterisoq; Hebrew: אוֹפֶה‎, אוֹפָה‎; Hindi: नानबाई, बेकर, रोटी वाला; Hungarian: pék; Icelandic: bakari; Indonesian: tukang roti; Irish: báicéir; Italian: panettiere, panettiera, fornaio, fornaia, panificatore, panificatrice; Japanese: パン屋, パン屋さん; Kazakh: наубайшы; Khmer: ជាងដុតនំ; Korean: 제빵사, 빵집 주인; Kurdish Central Kurdish: نانەوا‎, نانکار‎; Northern Kurdish: nanpêj; Kyrgyz: наабайчы; Latin: pistor, panifex; Latvian: maiznieks, maizniece; Ligurian: fornâ; Lithuanian: kepėjas; Macedonian: пекар, пекарка, фурнаџија, фурнаџика; Malay: tukang roti, khabaz; Maltese: furnar, furnara; Manx: fuinneyder, ben uinnee; Mongolian Cyrillic: талхчин; Navajo: bááh ííłʼíní; Norman: boulandgi; Northern Sami: láibu; Norwegian Bokmål: baker; Nynorsk: bakar; Old English: bæcere; Ottoman Turkish: اكمكجی‎; Pashto: نانباى‎, نانواى‎; Persian: نانوا‎, خباز‎; Plautdietsch: Bakja; Polish: piekarz, piekarka; Portuguese: padeiro, pasteleiro; Romanian: brutar, brutăreasă, pâinar; Russian: пе́карь, хлебопёк, бу́лочник, бу́лочница; Scottish Gaelic: fuineadair, bèicear; Serbo-Croatian Cyrillic: пе̏ка̄р, пе̏карица; Roman: pȅkār, pȅkarica; Sicilian: furnaru; Slovak: pekár, pekárka; Slovene: pek, pekovka; Spanish: panadero, panadera, tahonero, tahonera; Swedish: bagare; Tagalog: panadero; Tajik: нонвой, нонпаз, хаббоз; Thai: คนทำขนมปัง; Turkish: fırıncı, ekmekçi; Turkmen: çörekçi; Ugaritic: 𐎀𐎔𐎊; Ukrainian: пе́кар, пе́карка; Urdu: نان بائی‎; Uyghur: ناۋاي‎; Uzbek: novvoy; Vietnamese: người thợ làm bánh mì; Vilamovian: bekier, bekieryn; Volapük: bakan, hibakan, jibakan; Walloon: boledjî, boledjresse; Welsh: pobydd; Yiddish: בעקער‎