ἀκρόπολις

From LSJ
Revision as of 07:47, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓κρόπολῐς Medium diacritics: ἀκρόπολις Low diacritics: ακρόπολις Capitals: ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: akrópolis Transliteration B: akropolis Transliteration C: akropolis Beta Code: a)kro/polis

English (LSJ)

poet. ἀκρόπτολις, εως, ἡ,
A upper city or higher city; hence, citadel, castle, ἐς ἀκρόπολιν Od.8.494 (in Il. only divisim, ἄκρη πόλις, v. ἄκρος 1.1), cf. Pi.O.7.49, A.Th.240, Hdt.1.84, etc.; as seat of tyranny, Ph.1.401,417.
2 esp. the Acropolis of Athens, IG1.58, al., And.1.76 (cf. Hdt. 1.60, 8.51); which served as treasury, Th.2.13; hence ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν, γεγράφθαι ἐν ἀκροπόλει = to be entered as a state-debtor, D.58.19,48; freq. without Art., as And.l.c., D.ll. cc.; at Erythrae, IG1.11.
II metaph., ἀκρόπολις καὶ πύργος ἐὼν δήμῳ, of a person, Thgn.233; ἀκρόπολις Ἑλλάνων, of Corinth, Simon.137; γῆν Δελφίδ' . . Φωκέων ἀκρόπτολιν E.Or. 1094; stronghold, τῆς ψυχῆς, τοῦ σώματος, Pl.R.560b, Arist.PA670a26, cf. Pl.Ti.70a; Pythagorean, of seven, Theol. Ar.44.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀκρόπτολις • Grafía: graf. ἀγρόπολις IG 22.508.11 (Ática IV a.C.)
• Morfología: [ac. ἀκροπόληα Procl.H.7.21, dat. ἀκροπόλῃ IG 22.333a.12 (IV a.C.)]
I 1 acrópolis, ciudad alta, ciudadela, fortaleza, Od.8.494, Thgn.1232, Pi.O.7.49, A.Th.240, Hdt.1.84, Nonn.D.42.503
esp. de la acrópolis de Atenas, Hdt.1.60, IG 1.99.11 (V a.C.), And.Myst.76, Th.2.13, 1.126, Philostr.Im.2.17.6, ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν, γεγράφθαι ἐν ἀκροπόλει = deber al Estado (los nombres de estos deudores eran inscritos en la Acrópolis), D.58.19, 48.
2 fig. fortaleza, bastión Ἑλλάνων ἀ. de Corinto, Simon.FGE 735, γῆν Δελφίδ' ... Φωκέων ἀκρόπτολιν E.Or.1094, ref. a Esparta Ἑλλὰς ... μύρεται ἀκρόπολιν Amyntas SHell.44
de una pers. ἀκρόπολις καὶ πύργος ἐὼν ... δήμῳ Thgn.233, de la cabeza ἀκρόπολις τῆς ψυχῆς Pl.R.560b, τοῦ σώματος Arist.PA 670a26, gener. ἀ. τυράννῳ Ph.1.421, cf. 401.
II entre los pitagóricos el número 7, Theol.Ar.44.

German (Pape)

[Seite 84] εως, ἡ, Oberstadt, Burg, der höher gelegene, befestigte Teil der Stadt, Hom. zweimal, Od. 8, 494. 504 ἐς ἀκρόπολιν; vgl. Iliad. 6, 257 ἄκρης πόλιος, 317. 7, 345 πόλει ἄκρῃ, 22, 172 πόλει ἀκροτάτῃ, s. an diesen vier Stellen Scholl. Aristonic., aus denen auch die corrupte Notiz bei Od. 8, 494 ἐς ἀκρόπολιν: νῦν μὲν εὐθέως πόλιν ἄκραν; Ariston. schrieb etwa ὅτι νῦν μὲν συνθέτως ἀκρόπολιν, ἐν ἄλλοις δὲ διαλελυμένως πόλιν ἄκραν; – Pind. O. 5, 49; Her 1, 60; bei den Att. bes. die Burg von Athen, häufig πόλις genannt. Übertr. ἀκρ. καὶ πύργος ἐὼν δήμῳ Theogn. 233; der Kopf Plat. Tim. 70 a; ψυχῆς Rep. VIII, 560 b; Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
la ville haute ; citadelle ; à Athènes l'Acropole ; p. anal. ville-acropole en parl. de Delphes, placée dans la montagne et centre de la Phocide, et qui était en qqe sorte l'acropole de ce pays).
Étymologie: ἄκρος, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκρόπολις -εως, ἡ, ep. poët. ἀκρόπτολις ἄκρος, πόλις hoogste deel van de stad: burcht, vesting, citadel, m. n. die in Athene: de Acropolis; ook overdr.: γῆν Δελφίδ’ … Φωκέων ἀκρόπτολιν het Delphische land, burcht van de Phociërs Eur. Or. 1094.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόπολις: εως ἡ
1 расположенная на возвышенности укрепленная часть города, акрополь, цитадель, кремль Hom., Her., Aesch.: Φοκέων ἀ. Eur. = γῆ Δελφίς;
2 афинский Акрополь Thuc.: ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν или γεγράφθαι ἐν τῇ ἀκροπόλει Dem. быть внесенным в списки афинского Акрополя (где находилось казначейство), т. е. стать должником государства;
3 перен. твердыня, оплот (τῆς ψυχῆς Plat.; τοῦ σώματος Arst.).

Middle Liddell

I. the upper city, i. e. the citadel, Lat. arx, Od., Hdt.:—esp. the Acropolis of Athens, which served as the treasury, Thuc.
II. metaph. of men, a tower of defence, Theogn.

English (Autenrieth)

citadel, only in Od. In Il., separated, ἄκρη πόλις.

English (Slater)

ἀκρόπολις acropolis τεῦξαν δ' ἄλσος ἐν ἀκροπόλει (-πόλι coni. Schr.) (O. 7.49)

Greek Monotonic

ἀκρόπολις: ποιητ. ἀκρό-πτολις, -εως, ,
I. η ανώτερη πόλη, δηλ. η ακρόπολη, το φρούριο, Λατ. arx, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ιδίως η Ακρόπολη των Αθηνών, η οποία χρησίμευε σαν θησαυροφυλακίο ή ταμείο, σε Θουκ.
II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, οχυρό, οχύρωμα, προπύργιο άμυνας, σε Θέογν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόπολις: ποιητ. ἀκρόπτολις, εως, ἡ, ἡ ἄνω ἢ ἡ ὑψηλοτέρα πόλις, ἐντεῦθεν, τὸ φρούριον, Λατ. arx, ἐς ἀκρόπολιν, Ὀδ. 8. 494. (Ἐν Ἰλ. μόνον διῃρημένως: ἄκρη πόλις, ἴδε ἄκρος Ι.). Πινδ. Ο. 7. 89, Ἡρόδ. 1. 84, κτλ., τάνδ’ ἐς ἀκρόπτολιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1094˙ ὡς ἕδρα τυραννίδος (in arce tyrannus, Ἰουβενάλ.), Φίλ. 1. 401, 467. 2) παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς συγγρ. ἡ ἀκρόπολις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀνδοκ. 10. 31 (πρβλ. Ἡρόδ. 1. 60, 8. 51), ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς θησαυροφυλάκιονταμεῖον, Θουκ. 2. 13, ὡς ἀρχειοφυλακεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 85. 87, καὶ ἀλλ.: ― γεγράφθαι ἐν τῇ ἀκροπόλει, ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν, τὸ νὰ ἐγγραφῇ τις ὡς ὀφειλέτης τοῦ δημοσίου, Δημ. 1337. 24., 1327. 25, (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται). ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, ἀκρόπολις καὶ πύργος ἐὼν δήμῳ, Θέογν. 233˙ ἀκρ. Ἑλλάνων, περὶ Κορίνθου, Σιμων. 137: ― ὡσαύτως, τὸ σπουδαιότατον μέρος, τὸ ἐρυμνότατον ὀχύρωμα, τῆς ψυχῆς, τοῦ σώματος, Πλατ. Πολ. 560Β, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 7, 11, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 70Α.

Mantoulidis Etymological

(=τό ψηλότερο τμῆμα τῆς πόλης). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς΄λέξεις: ἄκρος + πόλις.

Translations

acropolis

Armenian: ակրոպոլիս; Catalan: acròpolis; Czech: akropole, akropolis; Finnish: akropolis; French: acropole; Georgian: აკროპოლისი; Greek: ακρόπολη; Ancient Greek: ἀκρόπολις; Indonesian: akropolis; Polish: akropol; Portuguese: acrópole; Romanian: acropolă; Russian: акрополь; Spanish: acrópolis; Tagalog: akropolis; Turkish: akropolis

citadel

Arabic: مَعْقِل‎; Armenian: միջնաբերդ; Aromanian: tsitati, grãditã; Belarusian: цытадэль; Bulgarian: цитадела; Catalan: ciutadella; Chinese Mandarin: 堡壘/堡垒; Czech: citadela; Dutch: citadel; Esperanto: citadelo, altaĵo; Estonian: tsitadel; Finnish: sitadelli; French: citadelle; Georgian: ციტადელი; German: Zitadelle; Greek: ακρόπολη; Hebrew: מְצוּדָה‎; Hungarian: citadella, fellegvár; Italian: cittadella; Japanese: 城塞; Korean: 성채; Latin: arx; Latvian: citadele; Lithuanian: citadelė; Macedonian: цитадела; Maori: tihi, toitoi; Persian: ارگ‎, کلات‎; Polish: cytadela; Portuguese: cidadela; Romanian: citadelă, cetate; Russian: цитадель, крепость; Serbo-Croatian Cyrillic: цитадела; Roman: citadela; Slovak: citadela; Slovene: citadela; Spanish: ciudadela, alcázar; Swedish: citadell; Tagalog: moog; Ukrainian: цитадель; Uzbek: ark