πίθηκος
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
[ῐ], Dor. πίθακος, ὁ,
A ape, monkey, Archil.89.3,91, S.Ichn. 122, Ar.Ach.120, Arist.HA502a17: as fem., πίθηκος μήτηρ Babr.56; πίθηκον ἐνδυομένην = putting on an ape's form, Pl.R.620c; cf. πιθήκη.
2 nickname for a trickster, jackanapes, Ar.Ach.907, Av.440, Ra.708, etc.; αὐτοτραγικὸς πίθηκος = a very ape of tragedy (of Aeschines), D.18.242.
3 prov., ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι = become a monkey instead of a lion Pl.R.590b; ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον περιστέλλειν = use a lion's skin to disguise an ape Luc.Philops.5; πίθηκος ἐν πορφύρᾳ 'borrowed plumes', Diogenian.7.94; ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον = being among monkeys one has to be a monkey, 'when in Rome, do as the Romans do', Apollod.Com.1.3; ὄνος ἐν πιθήκοις = in the land of the blind, the one-eyed man is king, Men.402.8.
4 dwarf, Suid.
II a σελαχῶδες ζῷον, Ael.NA12.27.
German (Pape)
[Seite 613] ὁ (auch πίθηξ und πίθων), der Affe; Ar. Ach. 120 Av. 440 u. öfter; sprichwörtlich ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι, Plat. Rep. IX, 590 b; πίθηκος ἐν πορφύρᾳ, Diogen. 7, 94. – Nach Suid. auch ὁ βραχὺς ἀνθρωπίσκος. – Auch wie bei uns Schimpfwort, πίθηκος αὐτοτραγικός, Dem. 18, 242. – Die Ableitung von πείθω, πιθανός ist zw.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
singe ; ἡ πίθηκος, guenon ; fig. homme laid, magot : πίθηκος θαλάττιος ÉL sorte de σελάχη.
Étymologie: πείθω, litt. « l'animal qui fait croire, qui fait illusion » ; cf. μιμώ et μιμέομαι, lat. simia et similis -- DELG pas d'étym., prob. emprunt.
Russian (Dvoretsky)
πίθηκος: дор. πίθᾱκος (ῐ) ὁ, редко ἡ обезьяна Arph., Plat., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πίθηκος: [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκας, «μαϊμοῦ» (μιμώ), Ἀρχίλ. 82. 84, Ἀριστοφ. Ἀχ. 120, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1· ὡς θηλ., ἦλθε δὲ καὶ πίθηκος, ὡς καλὴ μήτηρ Βάβρ. 56· πίθηκον ἐνδυομένην, ἐνδυομένην μορφὴν πιθήκου, ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου, Πλάτ. Πολ. 620C· πρβλ. πίθηξ, πίθων· ― σκωπτικῶς, ὥσπερ πίθακον Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἐπὶ δυσειδοῦς ἀνθρώπου, Ὄρν. 440, Βάτρ. 708, κτλ.· οὕτως ὁ Δημοσθ. καλεῖ τὸν Αἰσχίνην πίθηκον αὐτοτραγικὸν 307. 25· ― παροιμ., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Πλάτ. Πολ. 590Β· ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον ὑποστέλλειν Λουκ. Φιλοψ. 5· π. ἐν πορφύρᾳ Διογεν. 7. 94· ὄνος ἐν πιθήκοις = αἰσχρὸς ἐν αἰσχροῖς, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8. ΙΙ εἶδος σελαχώδους ζῴου ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 27.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α
γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική, η μαϊμού
νεοελλ.-αρχ.
1. παρωνύμιο ή χαρακτηρισμός άσχημου ή αναιδούς ή αγύρτη ανθρώπου («ἥν περ ὁ πίθηκος τῇ γυναικὶ διέθετο, ὁ μαχαιροποιός», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) τυφλός και αδέξιος μιμητής
β) ασελγής, αδιάντροπος άνθρωπος
αρχ.
παροιμ. «ἀντί λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι» — λεγόταν για θρασύδειλο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα με άηχο ουρανικό -κ-, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων (πρβλ. ἱέραξ, -ακος, μύρμηξ, -κος, ψιττα-κ-ός). Η λ. είναι πιθ. δάνεια. Η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία η λ. πίθηκος συνδέεται με το λατ. foedus «άσχημος, δυσειδής», δεν θεωρείται πιθανή. Η άποψη αυτή στηριζόταν στην κατ' ευφημισμόν χρήση της λ. καλλίας (< κάλλος) για τον πίθηκο. Από τη λ. πίθηκος παράγονται τα ανθρωπωνύμια Πιθᾱκᾱ, Πιθήκη, Πίθος, Πιτθῖνος, Φίθων, Πίθιον, Πιθυλλίς, Πιτθώ.
ΠΑΡ. πιθήκειος, πιθηκιδεύς, πιθηκίζω, πιθήκιον
αρχ.
πιθηκώδης
μσν.
πιθηκίς
νεοελλ.
πιθηκικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πιθηκοειδής, πιθηκόμορφος
αρχ.
πιθηκαλώπηξ, πιθηκοφαγώ, πιθηκοφόρος
μσν.
πιθηκοκέντριον
νεοελλ.
πιθηκάνθρωπος, πιθηκολόβιο. (Β' συνθετικό) κερκοπίθηκος
αρχ.
δημοπίθηκος, χοιροπίθηκος
νεοελλ.
αιγοπίθηκος, ανθρωποπίθηκος, αρκτοπίθηκος, γαλεοπίθηκος, γιγαντοπίθηκος, δρυοπίθηκος, ημιπίθηκος, προπίθηκος, ρυγχοπίθηκος].
Greek Monotonic
πίθηκος: [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκος, μαϊμού, σε Αριστοφ.· ως θηλ. πίθηκος μήτηρ, σε Βάβρ.· λέγεται για πρόσωπα, μίμος, πειραχτήρι, σε Αριστοφ., Δημ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: monkey (IA. since Archil.).
Other forms: Dor. -ακος (Ar. Ach., Egypt. inscr.).
Compounds: Some compp., e.g. πιθηκο-φαγέω to eat monkey(-flesh) (Hdt.), χοιρο-πίθηκος m. "pig-monkey", monkey with a pig's nose (Arist.).
Derivatives: 1. Diminutives: πιθήκ-ιον n. (Plaut.), also metaph. as plantname (Ps.-Apul.) and as designation of a weight hanged between two warships (Ath. Mech.); -ιδεύς m. (Ael.; Bosshardt 72). 2. Adj.: -ώδης monkey-like (Arist., Ael.), -ειος belonging to monkeys, monkey- (Gal.); -όεις, f. -όεσσα in Πιθηκοῦσσαι νῆσοι f. pl. the Monkey Islands before the coast of Campania (Arist., Str.). 3. Verb -ίζω, also w. ὑπο-, δια-, play the ape with -ισμός m. monkey-trick (Ar.). -- With transition in fem. and metaph. meaning πιθήκη f. = ψύλλα, flea (Ael.); as consonantstem πίθηξ, -ηκος (Aesop.), secondar. after φύλακος: φύλαξ a.o. On itself stand πίθων, -ωνος m. small monkey (Pi., Babr.), prob. endearing and short name; on -ων Chantraine Form. 161, Schwyzer 487.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: On the κ-suffix cf. ἱέραξ, μύρμηξ a.o.; thematic vowel as in ψιττακός. -- Since Solmsen RLM 53, 141 usually connected to Lat. foedus ugly as cognate (IE *bhidh-: bhoidh-) with reference to the opposite καλλίας (s. v.). Rater LW [loanword]; s. Nehring Glotta 14, 184 and Schrader-Nehring Reallex. 1, 16f.; cf. also WP. 2, 186. -- Prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
πῐ́θηκος, δοριξ πίθᾱκος, ὁ,
an ape, monkey, Ar.; as fem., πίθηκος μήτηρ Babr.:—of persons, an ape, jackanapes, Ar., Dem. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
πίθηκος: (ion. att. seit Archil.),
{píthēkos}
Forms: dor. -ακος (Ar. Ach., ägypt. Inschr.)
Grammar: m.
Meaning: Affe.
Composita: Einige Kompp., z.B. πιθηκοφαγέω ‘Affen-(fleisch) essen’ (Hdt.), χοιροπίθηκος m. "Schweinsaffe", Affe mit Schweinsrüssel (Arist.).
Derivative: Ableitungen: 1. Deminutiva: πιθήκιον n. (Plaut.), auch übertr. als Pflanzenname (Ps.-Apul.) und als Bez. eines zwischen zwei Kriegsschiffen aufgehängten Gewichts (Ath. Mech.); -ιδεύς m. (Ael.; Bosshardt 72). 2. Adj.: -ώδης affenähnlich (Arist., Ael.), -ειος ‘zum Affen gehörig, affen-’ (Gal. u.a.); -όεις, f. -όεσσα in Πιθηκοῦσσαι νῆσοι f. pl. die Affeninseln vor der Küste Kampaniens (Arist., Str.). 3. Verb -ίζω, auch m. ὑπο-, δια-, den Affen spielen mit -ισμός m. Affenstreich (Ar. u.a.). — Mit Umbiegung ins Fem. und übertragener Bed. πιθήκη f. = ψύλλα, Floh (Ael.); als Konsonantstamm πίθηξ, -ηκος (Aesop. u.a.), sekundär nach φύλακος: φύλαξ u.a. Für sich steht πίθων, -ωνος m. kleiner Affe (Pi., Babr.), wohl Kose- und Kurzname; zu -ων Chantraine Form. 161, Schwyzer 487.
Etymology: Zum κ-Suffix vgl. ἱέραξ, μύρμηξ u.a.; thematischer Vokal wie in ψιττακός. — Seit Solmsen RLM 53, 141 gewöhnlich zu lat. foedus häßlich als damit urverwandt (idg. bhidh-: bhoidh-) gestellt mit Hinweis auf das Oppositum καλλίας (s. d.). Eher LW; s. Nehring Glotta 14, 184 und Schrader-Nehring Reallex. 1, 16f.; vgl. noch WP. 2, 186.
Page 2,534
Léxico de magia
ὁ 1 mono usado en una práctica de invisibilidad λαβὼν πιθήκου ὀφθαλμὸν ἢ νέκυος βιοθανάτου καὶ βοτὰνην ἀγλαοφωτίδος toma el ojo de un mono o de un muerto de forma violenta y una planta de peonia P I 248 2 imagen de mono ὥρᾳ πρώτῃ μορφὴν ἔχεις καὶ τύπον παιδὸς πιθήκου en la hora primera tienes la forma y figura de un mono joven (ref. al sol según las horas) P III 501
Translations
monkey
Afrikaans: aap; Ahom: 𑜎𑜢𑜂𑜫; Albanian: majmun; Alemannic German: aff; Amharic: ዝንጀሮ; Arabic: سَعْدَان, حِبْن, نِسْنَاس, مَيْمُون, قِرْد; Armenian: կապիկ; Aromanian: maimun; Assamese: বান্দৰ; Asturian: monu, simiu; Avar: маймалак; Azerbaijani: meymun; Bashkir: маймыл; Basque: tximino; Bau Bidayuh: oyung; Belarusian: малпа; Bengali: বাঁদর; Bikol Central Bikol Legazpi: ukay; Bikol Naga: amo, kabalang; Bole: bido; Bouyei: lingz, duezlingz; Brunei Malay: ambuk; Bulgarian: маймуна, маймун; Burmese: မျောက်; Canela: cukôj; Catalan: mico; Cebuano: amo; Central Melanau: kuyad; Chamicuro: katujkana; Chechen: маймал; Cherokee: ᎠᏓᎴᏍᎩᏱᏍᎩ, ᏓᎴᏍᎩᏍᎩ; Chickasaw: hattak shawi'; Chinese Cantonese: 馬騮/马骝, 猴子; Dungan: ху, хур; Eastern Min: 猴; Gan: 猴子; Hakka: 猴仔, 猴哥; Hokkien: 猴, 猴仔, 老猴, 猴山, 猴山仔, 魎哀/魉哀; Jin: 毛猴; Mandarin: 猴子, 猴兒/猴儿, 猴; Northern Min: 猴屄, 猴; Wu: 活猻/活狲; Xiang: 猴子; Chukchi: маӈкы; Chuvash: упӑте; Classical Nahuatl: ozomahtli, cuauhchīmal; Cornish: sim; Crimean Tatar: şamek; Czech: opičák, opice; Danish: abe, abekat; Dutch: aap, apin; Eastern Lawa: เฟือะ; Erzya: обезьган; Esperanto: simio; Estonian: pärdik, ahv; Faroese: apa; Finnish: apina; French: singe, guenon; Gagauz: maymun; Galician: mono, simio; Georgian: მაიმუნი; German: Affe, Äffin; Gondi: కోవె; Greek: πίθηκος, μαϊμού; Ancient Greek: πίθηκος, πίθακος, πίθηξ, μιμώ; Greenlandic: aapakaaq; Guaraní: ka'i; Gujarati: વાનર, વાંદરું; Haitian Creole: makak; Hausa: biri, birinya; Hawaiian: keko; Hebrew: קוֹף; Higaonon: amu; Hindi: बंदर or बन्दर, वानर, कपि, मर्कट, बानर; Hungarian: majom; Hunsrik: Aff; Icelandic: api; Ilocano: bakes; Indonesian: kera, monyet; Interlingua: simia; Irish: moncaí; Italian: scimmia; Japanese: 猿, サル; Kanakanabu: ngʉkau; Karachay-Balkar: маймул; Kashmiri: وانٛدُر; Kazakh: маймыл; Khakas: сараамӌын; Khmer: ស្វា; Khün: ᩃᩥ᩠ᨦ; Konkani: मांकड; Korean: 원숭이; Kumyk: маймун; Kurdish Central Kurdish: مەیمون; Northern Kurdish: meymûn; Kyrgyz: маймыл; Ladino Latin: maymona; Lakota: šúŋka wičháša; Lao: ລີງ; Latin: simia, simius, simia; Latvian: pērtiķis, mērkaķis; Lezgi: маймун; Lingala: mpunga, makako; Lisu: ꓚꓬꓹ ꓟꓬꓱꓼ, ꓟꓬꓱꓼ, ꓚꓬꓹ ꓟꓲꓼ; Lithuanian: beždžionė; Low German Dutch Low Saxon: aop; German Low German: Aap, Oop, Aapkatt, Oopkatt; Lü: ᦟᦲᧂ; Luganda: nkima; Luhya: ekhima; Luo: onger; Macedonian: мајмун; Maguindanao: amo, ubal; Malagasy: gidro; Malay: monyet, kera, cewe kerek, ketek; Malayalam: കുരങ്ങന്, കുരങ്ങ്; Maltese: xadin, xadina, kitmejmun, gitmejmun; Manchu: ᠪᠣᠨᡳᡠ, ᠮᠣᠨᡳᠣ; Manx: apag; Maori: hako, maki, makimaki; Maranao: amo', obal; Marathi: माकड, वानर; Mbyá Guaraní: ka'i; Mon: ကၞုဲ; Mongolian Cyrillic: сармагчин, опица, јопац; Mongolian: ᠰᠠᠷᠮᠠᠭᠴᠢᠨ; Nahuatl Central: ozomahtli; Classical: ozomahtli; Nanai: монён; Navajo: mágí, mągí; Neapolitan: scigna; Nivkh: мем, обезьяна; Norman: marmoûset, sînge; North Frisian: ååwe, aab; Northern Thai: ᩃᩥ᩠ᨦ; Norwegian Bokmål: ape, apekatt; Nynorsk: ape, apekatt; Nuer: gɔɔk; Nyar Kur: ฮนูย; O'odham: chahngo; Occitan: monin, monard; Odia: ବାନର; Old East Slavic: мамона, мамонь, обезьꙗна; Old English: apa; Old Norse: api; Ottoman Turkish: میمون; Pali: vānara; Pashto: بيزو; Persian: میمون, بوزینه, کپی; Piedmontese: sumia; Pipil: usumati; Polish: małpa; Portuguese: macaco, símio, mono; Punjabi: ਬੰਦਰ; Quechua: k'usillu; Romanian: maimuță, simie; Russian: обезьяна; Saek: ลิ๊ง; Sanskrit: वानर, कपि; Sardinian: moninca; Saterland Frisian: Oape; Scottish Gaelic: muncaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̀јмун; Roman: màjmun, opica, jopac; Shan: လိင်း; Sinhalese: වඳුරා; Slovak: opica; Slovene: opica; Sorbian Lower Sorbian: nałpa; Spanish: mono, chango, mico, simio; Swahili: tumbili; Swedish: apa; Sylheti: ꠛꠣꠘ꠆ꠖꠞ; Tabaru: mia; Tagal Murut: tanduoi, jabulou; Tagalog: unggoy, tsonggo; Tai Dam: ꪩꪲꪉ; Tajik: маймун; Tamil: குரங்கு; Tatar: маймыл, маймул; Tausug: amu; Telugu: కోతి, వానరము; Ternate: mia; Thai: ลิง; Tibetan: སྤྲེའུ; Tigrinya: ህበይ; Tocharian B: mokoṃśka, mokoṃśke; Turkish: maymun; Turkmen: maýmyn; Tuvan: сарбашкын; Ukrainian: мавпа; Urdu: بندر, وانر, کپی; Uyghur: مايمۇن; Uzbek: maymun; Vietnamese: khỉ; Walloon: séndje, mårticot; Welsh: mwnci; West Coast Bajau: rungui, mook, kuya; Western Bukidnon Manobo: uval; Western Lawa: เฟือะ; White Hmong: liab; Wolof: golo gi; Yakut: эбисийээнэ; Yiddish: מאַלפּע; Yoruba: ọ̀bọ; Yucatec Maya: maʼax; Zhuang: lingz, maxlaeuz, duzlingz; Zulgo-Gemzek: ŋgìlìŋ