παρατηρέω
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
A watch closely, θεία φύσις -τηροῦσα τὰς τῶν ζῴν ἐξόδους Epicur.Ep. 2p.54U., cf. Ceb.9; of a general, π. τόπους Plb.1.29.4; σφᾶς αὐτοὺς π. Id.11.9.9; observe, -τετηρηκότες μόνον (opp. scientific explanation) Phld.Rh.1.248 S.: followed by an interrog. clause, π. τινά, ὁπότερα… X.Mem.3.14.4; π. τίς ἔπταρεν Philem. 100.1: by a part.. π. [ὄρνιθα] ἀποδυόμενον Arist.HA620a8; with evil design, lie in wait for, watch one's opportunity, abs., Id.Rh.1384b7; in argument, Id.Top. 161a23; ἐνεδρεύειν καὶ π. Plb.18.3.2; π. καιροὺς εἰς κόλασιν Phld. Ir. p.43 W.:—Med., παρετηροῦντο αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι Ev.Luc.6.7: abs., Vett. Val.205.13:—Pass., ὑπό τινος Dicaearch. 1.16; to be kept under ob servation, Men.542.6.
2. take care, ὅπως μὴ… D. 18.161; π. ἵνα… D.H.Dem.53.
3. observe carefully, τὸ μέτριον Arist. Rh.1405b33:—Med, observe religiously, ἡμέρας καὶ μῆνας Ep.Gal.4.10; τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν J.AJ14.10.25: generally, ὅσα προστάττουσιν [οἱ νόμοι] ἀκριβῶς π. D.C.53.10.
German (Pape)
[Seite 503] daneben, dabei stehend auf Etwas Acht geben, auflauern; Arist. rhet. 2, 6 H. A. 9, 34; Xen. Mem. 3, 14, 4; καὶ ἐνεδρεύειν, Pol. 17, 3, 2; bes. Sp., wie N.T.; beobachten, bewachen, τοὺς τόπους, Pol. 1, 29, 4, öfter; ὅπως τοῦτο μ ὴ γένοιτο, παρατηρῶν διετέλουν, Dem. 18, 161; dah. sich hüten vor Etwas, z. B. τὴν εἰσβολὴν τῶν ὑπεναντίων, Pol. 3, 77, 2. Auch = beobachten, befolgen, D. C. 53, 10.
French (Bailly abrégé)
παρατηρῶ :
1 observer en se tenant auprès, épier, surveiller;
2 surveiller, suivre à la piste ; παρατηρεῖν ὅπως μή DÉM prendre garde que… ne pas;
3 observer, garder (la mesure).
Étymologie: παρά, τηρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τηρέω in de gaten houden:. παρατηρεῖτ (ε)... τοῦτον ὁπότερα τῷ σίτῳ ὄψῳ ἢ τῷ ὄψῳ σίτῳ χρήσεται let goed op, of hij het brood als vlees behandelt of het vlees als brood Xen. Mem. 3.14.4; παρετηροῦντο... αὐτόν... εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύει zij hielden in de gaten, of hij op de sabbat zou genezen NT Luc. 6.7. oppassen, waken (dat niet):. ὅπως τοῦτο μή γένοιτο παρατηρῶν ervoor wakend dat dat gebeurde Dem. 18.161. in acht nemen:; παρατηρεῖν... τὸ μέτριον de juiste maat in acht nemen Aristot. Rh. 1405b33; ook med.. ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας jullie houden je aan de dagen en maanden NT Gal. 4.10.
Russian (Dvoretsky)
παρατηρέω:
1 наблюдать, держать под наблюдением, следить (τοὺς τῆς πόλεως τόπους Polyb.);
2 охранять, оберегать (τὰς πύλας NT);
3 соблюдать (τὸ μέτριον Arst.; med. ἡμέρας καὶ μῆνας NT).
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρέω: βλέπω τι ἐκ τοῦ πλησίον καὶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ τι, μετ’ αἰτ., Κέβητος Πίναξ 9· παραφυλάττω, ἐπιτηρῶ, παρετήρουν ταῖς πεζικαῖς καὶ ναυτικαῖς δυνάμεσι τοὺς προκειμένους τῆς πόλεως τόπους Πολύβ. 1. 29, 4· σφᾶς αὐτοὺς π. ὁ αὐτ. 11. 9, 9· οὕτως ἐν τῷ μέσ., παρατηρούμενοι αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 1· - ἑπομένης ἀναφορικῆς ἢ ἐξηρτημένης προτάσεως, π. τινα, ὁπότερα .. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· π. τὶς ἔπταρεν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἑπομένης μετοχ., π. τινὰ ἀποδυόμενον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 6· - μὲ κακὸν σκοπόν, ἐνεδρεύω τινά, περιμένω εὐκαιρίαν, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 6, 20, Τοπ. 8. 11, 1, Πολύβ. 17. 3, 2· - Παθ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 15. 2) παρατηρῶ συνεχῶς, φροντίζω, προσέχω, ὅπως μὴ .. Δημ. 281. 16, πρβλ. παρατηρητέον· π. ἵνα .. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 23. 3) φυλάττω, εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ παρατηρεῖν ἐν ἀμφοῖν τὸ μέτριον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 15. - Μέσ., τηρῶ, φυλάττω μετὰ δεισιδαιμονίας, ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιρούς; Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 10 ὅσα προστάττουσιν [οἱ νόμοι] ἀκριβῶς π., τηρεῖν, φυλάττειν, Δίων Κ. 53. 10.
English (Strong)
from παρά and τηρέω; to inspect alongside, i.e. note insidiously or scrupulously: observe, watch.
English (Thayer)
παρατήρω: imperfect 3rd person plural παρετήρουν; 1st aorist παρετήρησα; middle, present παρατηροῦμαι; imperfect 3rd person plural παρετηροῦντο; properly, to stand beside and watch (cf. παρά, IV:1); to watch assiduously, observe carefully;
a. to watch, attend to, with the eyes: τά ἐκ τοῦ οὐρανοῦ γιγνόμενα; of auguries, Dio Cassius, 38,13; τινα, one, to see what he is going to do (Xenophon, mem. 3,14, 4); contextually in a bad sense, to watch insidiously, Tr marginal reading ἀποχωρησαντες) (joined with ἐνεδρεύειν, Polybius 17,3, 2); τινα (Polybius 11,9, 9; the Sept. Susanna 16) followed by the interrogative εἰ, R G T WH Tr text; Luke vi.; middle to watch for oneself: L Tr marginal reading; L T Tr WH (in both passive followed by interrogative εἰ)); Polybius 1,29, 4): τάς πύλας (followed by ὅπως, cf. Buttmann, 237 (205)), R G, where L T Tr WH give middle παρετηροῦντο.
b. to observe equivalent to to keep scrupulously; to neglect nothing requisite to the religious observance of: ἑβδομάδας, Josephus, Antiquities 3,5, 5; (τήν τῶν σαββάτων ἡμέραν. id. 14,10, 25); middle (for oneself, i. e. for one's salvation), ἡμέρας, μῆνας, καιρούς, ὅσα προσταττουσιν, οἱ νόμοι, Dio Cassius, 53,10; (τά εἰς βρῶσιν οὐ νενομισμενα, Josephus, contra Apion 2,39, 2)).
Greek Monotonic
παρατηρέω: μέλ. -ήσω·
1. παρατηρώ από κοντά, παρακολουθώ προσεκτικά, επιτηρώ κάποιον, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
2. φροντίζω, ὅπως μή..., σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity, Xen.:—so in Mid., NTest.
2. to take care, ὅπως μὴ… Dem.
Chinese
原文音譯:parathršw 爬拉-帖雷哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:在旁-保存 相當於: (זָמַם) (שָׁמַר)
字義溯源:在旁檢視,窺探,守候,仔細觀察,謹守;由(παρά)*=旁,出於)與(τηρέω)=防守)組成;其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)。參讀 (ἀγρυπνέω)同義字
同源字:1) (παρατηρέω)在旁檢視 2) (παρατήρησις)檢視 3) (τηρέω)防守
出現次數:總共(6);可(1);路(3);徒(1);加(1)
譯字彙編:
1) 窺探(2) 路6:7; 路14:1;
2) 他們⋯守候著(1) 徒9:24;
3) 他們⋯窺探(1) 可3:2;
4) 你們謹守(1) 加4:10;
5) 窺探著(1) 路20:20