εὐσεβέω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
be pious, be merciful, be respectful, be religious, live piously, act piously, act reverently, live reverently abs., Thgn.145, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.), S.Aj.1350, etc.; εἴς τινα towards one, Id.Ant.731; περί τινα E.Alc.1148; περὶ θεούς Pl.Smp.193a; πρὸς τὸν θεόν Men.Mon.567; πρὸς θεούς AP10.107 (E.); εὐ. τὰ πρὸς θεούς S. Ph.1441; τὰ περὶ τοὺς θεούς Isoc.3.2; of outward acts of service, θύουσα καὶ εὐσεβοῦσα τοῖς θεοῖς PRyl.112 (a).4 (iii A.D.); εὐ. θεούς to reverence them, A.Ag.338 (nisi leg. εὖ σέβειν) ; εὐσεβήσασαν τὴν θεόν BCH44.77 (Lagina):—Pass., εὐσεβεῖσθαι to be reverenced, Antipho 3.3.11, Ph.2.201; of a duty, to be reverently discharged, Pl.Ax. 364c.
French (Bailly abrégé)
εὐσεβῶ :
être pieux, montrer des sentiments de piété (religieuse, filiale, etc.).
Étymologie: εὐσεβής.
German (Pape)
ein εὐσεβής sein, fromm und gottesfürchtig sein und handeln, die Pflichten gegen Gott, die Eltern und ältere oder überhaupt ehrwürdige Personen erfüllen; θεούς, fromm verehren, Aesch. Ag. 329, vgl. Suppl. 833; so auch Eur. Phoen. 1321, vgl. Tr. 85, und einzeln bei Sp.; τὰ πρὸς θεούς Soph. Phil. 1427, wie Isocr. 1.13, in den Beziehungen gegen die Götter fromm sein; εἴς τινα, Ant. 727; Eur. Bacch. 490; öfter absolut, z.B. Soph. Tr. 1212, Aj. 1329, mir Theogn. 145; Plat. Apol. 35c und Sp.; περὶ ξένους, Eur. Alc. 1151, wie περὶ θεούς Plat. Symp. 193a; πρὸς θεούς Eur. ep. (X.107); – auch pass., κἀμοὶ ἵνα καὶ τοῦτο εὐσεβηθῇ Plat. Ax. 364c, daß von mir meiner Pflicht Genüge geleistet werde. Anders Antipho 3 γ 11 οὔθ' οἱ θανατώσαντες εὐσεβοῖντ' ἂν ὑπὸ τῶν ἀπολυσάντων τοὺς ἀνοσίους, sie werden wohl nicht geehrt; auch NT. – In den Fällen, wo ein acc. dabeisteht, εὖ σέβειν zu schreiben (vgl. Seidler Troad. 85), verwirft Hermann zu Soph. Ant. 727 mit Recht.
Russian (Dvoretsky)
εὐσεβέω:
1 быть благочестивым, окружать благоговейным почитанием (θεούς Aesch.): εὐ. περὶ θεούς Plat. и πρὸς θεούς Anth., тж. εὐ. τὰ πρὸς θεούς Soph., Isocr. и τὰ περὶ θεούς Isocr. чтить богов, быть набожным;
2 чтить, уважать (εἴς τινα Soph., Eur. и περί τινα Eur.; τι NT).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσεβέω: εἶμαι εὐσεβής, ζῶ ἢ φέρομαι εὐσεβῶς καὶ μετ’ εὐλαβείας, ἀπολ., Θέογν. 145, Σοφ. Αἴ. 1350, κλ.· εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· περί τινα Εὐρ. Ἄλκ. 1148, Πλάτ. Συμπ. 193Α· πρός τινα Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 567· Ἀνθ. Π. 10. 107· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, εἰς τὰ ἀποβλέποντα τοὺς θεούς, Σοφ. Φιλ. 1441· τὰ περὶ θεοὺς Ἰσοκρ. 26Β: ― ὡσαύτως, εὐσ. θεούς, σέβεσθαι αὐτούς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 338, κλ.· ἐν ταύτῃ τῇ περιπτώσει ὁ Πόρσων ἐν Εὐρ. Φοιν. 1340 γράφει εὖ σέβειν («vitentur tragici dìxisse εὖ σέβειν θεοὺς καὶ εὐσεβεῖν εἰς θεούς»), ἀλλ’ ἡ διάκρισις εἶναι ἀμφισβητήσιμος, διότι καὶ τὰ ῥήματα εὐεργετέω καὶ ἀσεβέω εἶναι ἐν χρήσει μετ’ αἰτ. προσώπου (ἴδε τὰς λέξ.)· ἔχομεν δὲ καὶ Παθ. εὐσεβεῖσθαι, ἀπολαύειν σεβασμοῦ, ἐν Ἀντιφῶντι 123. 42, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C.
English (Strong)
from εὐσεβής; to be pious, i.e. (towards God) to worship, or (towards parents) to respect (support): show piety, worship.
English (Thayer)
ἐυσεβω (εὐσεβής); "to be εὐσεβής (pious), to act piously or reverently" (toward God, one's country, magistrates, relations, and all to whom dutiful regard or reverence is due); in secular authors followed by εἰς, περί, πρός τινα; rarely also transitive, as Aeschylus Ag. 338 (τούς Θεούς) and in the Bible: τόν ἴδιον οἶκον, Θεόν, to worship God, Josephus, contra Apion 2,11, 1).
Greek Monotonic
εὐσεβέω: μέλ. -ήσω, ζω ή φέρομαι με ευσέβεια και ευλάβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· εἴς τινα, απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν σχέση με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, εὐσ. θεούς, ο σεβασμός προς αυτούς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐσεβέω, fut. -ήσω
to live or act piously and religiously, Theogn., Soph., etc.; εἴς τινα towards one, Soph.; εὐς. τὰ πρὸς θεούς in matters that respect the gods, Soph.:—also, εὐς. θεούς to reverence Them, Aesch. [from εὐσεβής
Chinese
原文音譯:eÙsebšw 由-些卑哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:好-敬虔
字義溯源:敬拜,尊敬,尊崇,顯出敬畏,孝敬,行孝敬;源自(εὐσεβής)=好-敬虔的);由(εὖ / εὖγε)=好)與(σέβω)*=敬拜)組成,而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(2);徒(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 孝敬(1) 提前5:4;
2) 所敬拜的(1) 徒17:23