ῥιγέω
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
Pi.N.5.50: A fut. -ήσω Il.5.351: aor. ἐρρίγησα, Ep. ῥίγησα (also in S.OC1607), Il.5.596: pf. (with pres. sense) ἔρρῑγα 17.175 (prob. f.l. in Thphr. Ign.74); Dor. 3pl. ἐρρίγαντι Theoc.16.77; Ep. subj. ἐρρίγῃσι Il.3.353; Ep. dat. part. ἐρρίγοντι (for ἐρριγότι) Hes.Sc.228: plpf. 3sg. ἐρρίγει Od.23.216:—shudder or bristle with fear or horror, ἰδὼν ῥίγησε Il.5.596, etc.; ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον 12.208; once in Trag., αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (the augm. being omitted although in an iambic verse) S.l.c.: c. inf., shudder to do, shrink from doing, ὄφρα τις ἐρρίγῃσι.. ξεινοδόκον κακὰ ῥέξαι Il.3.353, cf. 7.114; cf. ἀπορριγέω: followed by a clause, θυμὸς ἐρρίγει μὴ.. Od.23.216.
2 cool or slacken in zeal, Pi.N.5.50.
3 bristle with arms, Φοίνικες.. ἐρρίγαντι Theoc. l.c.
II trans., shudder at anything, ῥιγήσειν πόλεμον Il.5.351; ἔρριγα μάχην 17.175 (in 16.119 ῥίγησέν τε is best taken parenthetically). (Cf. Lat. frigeo, from srīg-.)
German (Pape)
[Seite 841] perf. mit Präsensbdtg ἔῤῥιγα (3. pers. plur. ἐῤῥίγαντι Theocr. 16, 77), wozu Hes. Sc. 228 das unregelmäßge partic. ἐῤῥίγοντι gebildet hat, – bloß poet. Wort, schaudern, eigtl. vor Frost, frieren, erstarren, übertr., vor Furcht, Schreck, Abscheu einen Schauder bekommen, sich entsetzen, erzittern, oft bei Hom., bes. oft ῥίγησεν, ἐῤῥίγησαν, ὅπως ἴδον αἰόλον ὄφιν, Il. 12, 208; c. accus., wovor, ῥίγησεν ἔργα θεῶν, Il. 16, 119; πόλεμον, 5, 351; μάχην, 17, 175; u. c. inf., Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ ἔῤῥιγ' ἀντιβολῆσαι, 7, 114, vgl. 3, 353; auch wie fürchten, mit folgdm μή, ἀεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐῤῥίγει, μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτ' ἐπέεσσιν, Od. 23, 216; μηκέτι ῥίγει, Pind. N. 5, 50, an Eifer erkalten, müssig sein; αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν ὡς ἤκουσαν, Soph. O. C. 1633. – Bei Theocr. a. a. O. (von Speeren) starren. – Einzeln auch in späterer Prosa, wie Plut. Vgl. ῥιγόω.
French (Bailly abrégé)
ῥιγῶ :
f. ῥιγήσω, ao. ἐρρίγησα, pf.2 au sens d'un prés. ἔρριγα;
être saisi de froid ; frissonner de crainte τι, frissonner à la vue ou à la pensée de qch ; avec l'inf. redouter de ; avec μή, m. sign.
Étymologie: ῥῖγος.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑγέω: (aor. ἐρρίγησα - эп. ῥίγησα, pf. 2 в знач. praes. ἔρρῑγα, эп. ppf. ἐρρίγειν)
1 досл. застывать, леденеть, перен. цепенеть от ужаса, пугаться: ῥ. τι Hom. страшиться чего-л.; ἔρριγ᾽ ἀντιβολῆσαι Hom. он побоялся встретиться (с Гектором в бою);
2 оставаться холодным, равнодушным Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγέω: Πινδ. Ν. 5. 91˙ μέλλ. -ήσω Ἰλ. Ε. 351˙ ἀόρ. ἐρρίγησα, Ἐπικ. ῥίγησα, Ὅμηρ.˙ - πρκμ. (μετὰ σημασίας ἐνεστ.) ἔρρῑγα, Δωρικ. γ΄ πληθ. ἐρρίγαντι Θεόκρ. 16. 77˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. ἐρρίγῃσι Ἰλ. Γ. 353˙ Ἐπικ. δοτ. μετοχ. ἐρρίγοντι (ἀντὶ ἐρριγότι) Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228˙ ὑπερσ. ἐρρίγειν Ὀδ. Ψ. 216. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. ῥῖγος, ῥίγιον, ῥίγιστος, ῥιγόω, ῥιγηλός, ῥιγεδανός˙ αἱ δὲ Λατιν. λέξεις frīg-us, frīg-eo, frig-idus δεικνύουσιν ὅτι ἡ ῥίζα πιθανῶς ἦτο FΡΙΓ, ὥστε ἴσως καὶ αἱ λέξ. φρίσσω, φρίξ, φρίκη συγγενεύουσιν˙ - ἡ πρὸς τὴν ῥίζαν ταύτην σχέσις τοῦ Ἀρχ. Γερμ. frius-au (Ἀγγλ. to freeze, «παγώνω») κτλ. ἀμφισβητεῖται, ἀποδοκιμάζεται δὲ καὶ ἡ πρὸς τὰς λέξεις rĭgeo, rĭgidus ὑπὸ τοῦ Κουρτίου). Κυρίως σημαίνει, αἰσθάνομαι ῥῖγος, τρέμω ἐκ τοῦ ψύχους, κρυώνω (πρβλ. ῥιγόω)˙ ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη μόνον μεθ’ Ὅμηρ.˙ διότι παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις κεῖται μόνον μεταφορ., φρίττω, ἀνατριχιάζω ἐκ φόβου ἢ φρίκης, ἰδὼν ῥίγησε Ἰλ. Ε. 596, κτλ.˙ ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον Μ. 208˙ οὕτως, κτύπησε μὲν Ζεὺς χθόνιος, αἱ δὲ παρθένοι ῥίγησαν (παραλειφθείσης τῆς αὐξήσεως ἐν ἰαμβικῷ στίχῳ) Σοφ. Ο. Κ. 1607˙ - μετ’ ἀπαρ., τρομάζω νὰ πράξω τι, ἀποφεύγω τὸ νὰ πράξω τι, ὄφρα τις ἐρρίγῃσι ... ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι Ἰλ. Γ. 353, πρβλ. Η. 114˙ πρβλ. ἀπορριγέω˙ - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, θυμὸς ἐρρίγει μὴ ... Ὀδ. Ψ. 216. 2) ὡς τὸ Λατ. frigere, ψυχραίνομαι, ὁ ζῆλός μου ἢ ἡ προθυμία μου καταπίπτει, Πινδ. Ν. 5. 91. 3) παρὰ Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φοίνικες ... ἐρρίγαντι φαίνεται ὅτι σημαίνει, εἶναι ἔντρομοι ἐκ φόβου. ΙΙ. μεταβ., φρίττω, ἀνατριχιάζω πρός τι, ῥιγήσειν πόλεμον Ἰλ. Ε. 351˙ ἔρριγα μάχην Ρ. 175˙ ἐν Π. 119, τὸ ῥίγησέν τε συνήθως λαμβάνεται παρενθετικῶς.
English (Slater)
ῥῑγέω be cold met., εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτῖ ῥίγει (v. Schadewaldt, 283̆{2}) (N. 5.50)
Greek Monotonic
ῥῑγέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐρρίγησα, Επικ. ῥίγησα· παρακ. (με ενεστ. σημασία) ἔρρῑγα, Δωρ. γʹ πληθ. ἐρρίγαντι, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἐρρίγῃσι· Επικ. δοτ. μτχ. ἐρρίγοντι (αντί ἐρριγότι)· υπερσ. ἐρρίγειν (ῥῖγος)·
I. 1. τρέμω ή ανατριχιάζω από το κρύο, τουρτουρίζω, κρυώνω· μεταφ., τρέμω, ριγώ, ανατριχιάζω από φόβο ή τρόμο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με απαρ., τρέμω να κάνω κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, συντάσσεται με δευτερεύουσα πρόταση που έπεται, θυμὸς ἐρρίγει μή..., σε Ομήρ. Οδ.
2. ψυχραίνομαι, παγώνω ή υποχωρώ, πέφτει η προθυμία μου, σε Πίνδ.
3. είμαι έντρομος από φόβο, σε Θεόκρ.
II. μτβ., τρέμω, φοβάμαι οτιδήποτε, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ῥῖγος note ἐρρίγοντι for ἐρριγότι.]
I. to shiver or shudder with cold: metaph. to shudder with fear or horror, Il., Soph.:—c. inf. to shudder to do, shrink from doing, Il.; also, ῥ. μὴ . ., Od.
2. to cool or slacken in zeal, Pind.
3. to bristle with arms, Theocr.
II. trans. to shudder at anything, Il.