λῃστεύω

From LSJ
Revision as of 14:24, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστεύω Medium diacritics: λῃστεύω Low diacritics: ληστεύω Capitals: ΛΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: lēisteúō Transliteration B: lēsteuō Transliteration C: listeyo Beta Code: lh|steu/w

English (LSJ)

fut. -εύσω App. Pun.116:—Pass. (v. infr.), aor.
A ἐλῃστεύθην D.S.2.55:—practise robbery or piracy, Th.7.18, D.4.23; ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ D.C.36.3.
2 c.acc., spoil, plunder, Th.4.45, App.Pun.5, etc.:—Pass., Th. 4.2, 5.14, D.S.l.c.; λῃστεύεται ἡ ὁδός is infested by robbers, Arr.Epict. 4.1.91.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐλῄστευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλῃστεύθην;
1 faire métier de brigand ou de pirate;
2 piller, voler.
Étymologie: λῃστής.

German (Pape)

ein Räuber, λῃστής, sein, rauben, plündern, Dem. 4.23 und Sp.; ἐκ Πύλου, Thuc. 7.18; auch c. accus., berauben, ausplündern, τοὺς παριόντας, Plut. Thes. 10, pass., λῃστευομένης τῆς χώρας Thuc. 5.14; ὑπό τινων λῃστευθείς DS. 2.55.

Russian (Dvoretsky)

λῃστεύω: (aor. pass. ἐλῃστεύθην)
1 разбойничать, совершать набеги (ἐκ Πύλου Thuc.);
2 грабить (τοὺς παριόντας Plut.): λῃστευομένης τῆς χώρας Thuc. в то время как страна (лакедемонян) опустошалась.

Greek (Liddell-Scott)

λῃστεύω: μέλλ. -εύσω Ἀππ. Καρχηδ. 116. - Παθ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐλῃστεύθην Διόδ. 2. 55, Ἀππ.· (λῃστής). Εἶμαι λῃστὴς ἢ πειρατής, διεξάγω πειρατικὸν πόλεμον, ἐξασκῶ πειρατείαν, Λατ. latrocinari, Δημ. 46. 14· ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ Δίων Κ. 36. 3. 2) μετ’ αἰτ., λεηλατῶ, λαφυραγωγῶ, ἁρπάζω, Θουκ. 1. 5, κτλ.· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 4. 2., 5. 14, Διόδ. 2. 55· λῃστεύεται ἡ ὁδός, κατέχεται ὑπὸ λῃστῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 91.

Greek Monolingual

(AM ληστεύω) ληστής
αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο εστιατόριο»)
μσν.-αρχ.
φρ. «λῃστεύεται ἡ ὁδός» — ο δρόμος κατέχεται ή είναι γεμάτος ληστές
αρχ.
1. ασκώ πειρατεία
2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω («καὶ φρούριον καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν ἔπειτα χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», Θουκ.).

Greek Monotonic

λῃστεύω: μέλ. -εύσω (λῃστής), είμαι ληστής· διεξάγω πειρατικό πόλεμο, ασχολούμαι με την πειρατεία, Λατ. latrocinari, σε Δημ.
2. με αιτ., λεηλατώ, αρπάζω, σε Θουκ.

Middle Liddell

λῃστεύω, fut. -εύσω λῃστής
1. to be a robber: to carry on a piratical war, to practise piracy, Lat. latrocinari, Dem.
2. c. acc. to spoil, plunder, Thuc.

Lexicon Thucydideum

praedas agere, to plunder, 4.45.2, 4.66.1,
PASS. a praedonibus infestari, to be harassed by bandits, 4.2.3, 4.76.5, 5.14.3,
MED. activo sensu, in active sense 7.18.3, [Vat. Vatican manuscript ἐλῄστευον, qd Poppo non improbat; alii, ut Arnoldus, passivo sensu accipiunt, ut ad Lacedaemonios referatur; cf. Popp. adn. which Poppo does not disapprove; others, like Arnold, take in a passive sense, so that it refers to the Lacedaemonians; compare Poppo's note]