δυσκολία
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ,
A discontent, peevishness, Ar.V.106, Pl.R. 411c.
II of things, difficulty, δυσκολίαν ἔχειν D.5.1, Arist.Pol.1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib.1263a11; δυσκολία ὀνομάτων J.AJ2.7.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ref. a pers. mal humor, mal carácter ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga e.e., la condena en el tribunal, Ar.V.106, cf. 883, ἀθυμία καὶ δυσκολία καὶ μανία X.Mem.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.Ti.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.R.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.Lg.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.Tim.44
•descontento δυσκολία τῶν πολλῶν descontento popular Pl.Lg.757e, cf. LXX Ib.34.30
•mala actitud ἡ ἐν τοῖς λόγοις δυσκολία Arist.Top.160b11.
2 ref. a cosas o abstr. dificultad τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.Pol.1281a11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δυσκολία = dificultad en torno al estrecho ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δυσκολία ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.Bel.56.44, cf. I.AI 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29
•en sent. fís. molestia καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, ἔκλυσις καὶ δυσκολία Gal. en Orib.7.23.12.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐθάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυσκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
humeur difficile ou humeur morose.
Étymologie: δύσκολος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκολία: ἡ
1 недовольство, дурное настроение Arph., Plat.;
2 придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.;
3 затруднение, трудность (δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκολία: ἡ, δυσαρέσκεια, δυστροπία, «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, δυσχέρεια, δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, αὐτόθι 2. 5, 3.
Greek Monolingual
και δυσκολιά, η (AM δυσκολία)
1. δυστροπία, παραξενιά
2. δυσχέρεια («δυσκολίες της ζωής»)
3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά 'βρη δυσκολία», Σολωμ.)
νεοελλ.
βάσανο, στενοχώρια («τσ' δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.).
Greek Monotonic
δυσκολία: ἡ (δύσκολος),
I. δυσαρέσκεια, δυστροπία, παραξενιά, οξυθυμία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολία (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Δημ.
Middle Liddell
δυσκολία, ἡ, δύσκολος
I. discontent, peevishness, Ar., Plat.
II. of things, difficulty, Dem.
English (Woodhouse)
crabbedness, moroseness, perversity, bad temper, ill-humor, ill-humour, ill-temper
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی