ἄμαχος

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμᾰχος Medium diacritics: ἄμαχος Low diacritics: άμαχος Capitals: ΑΜΑΧΟΣ
Transliteration A: ámachos Transliteration B: amachos Transliteration C: amachos Beta Code: a)/maxos

English (LSJ)

ον,

   A without battle: hence,    I with whom no one fights, unconquerable, of persons, Hdt.5.3, A.Pers.856 (lyr.), Ar.Lys.253,1014 (lyr.); χεῖρες Pi.I.6(5).41; δύναμις Pl.Mx. 240d, Isoc.5.139: c.inf., πολύποδες . . πᾶν ὅτι οὖν φαγεῖν ἄ. Ael.VH1.1, etc.: of places, impregnable, Hdt.1.84: of things, irresistible, κακόν Pi.P.2.76; κῦμα θαλάσσης A.Pers.90: of feelings, ἄλγος Id.Ag.733; φθόνος E.Rh.456; ἄ. πρᾶγμα, of a woman whose beauty is irresistible, X.Cyr.6.1.36; ἄ. φιλοφροσύνη Plu.2.667d; ἄ. κάλλος Aristaenet.1.24; ἄ. τρυφή Ael.NA16.23:—ἄμαχόν [ἐστι] c. inf., like ἀμήχανον, 'tis impossible to do... Pi.O.13.13. Adv. -ως irresistibly, Luc.Merc. Cond.3; incontestably, S.E.M.8.266.    II Act., not having fought, taking no part in the battle, X.Cyr.4.1.16; ἄ. διάγειν to remain without fighting, Id.HG4.4.9: ἄμαχον, τό, non-combatants, Ael. Tact.2.2, cf. D.C.53.12; ἄ. νίκη gained without fighting, Eun.VS p.472 B.    2 disinclined to fight, not contentious, <*>Ep. Ti.3.3, Ep.Tit.3.2, cf. Inscr.Cos 325; ἄ. ἐβίωσα Epigr Gr. 387.6 (Apamea Cibotus).

German (Pape)

[Seite 118] unüberwindlich, unwiderstehlich, Tragg., δαίμων Aesch. Ag. 746; βασιλεύς Pers. 840; κῦμα 90; ἄλγος Ag. 615; θεὸς Ἀφροδίτη Soph. Ant. 793; φθόνος Eur. Rhes. 456. Ebenso Pind., χεῖρες I. 5, 38; κακόν P. 2, 76; in Prosa, Her. 1, 84. 5, 3; ἡ Περσῶν δύναμις Menex. 240 d; ἀνήρ Charm. 154 d; καὶ ἀνίκητος Rep. II, 375 b; καὶ ἀήττητος Plut. Alc. 34; πρᾶγμα, unwiderstehliche Gewalt, von einer schönen Frau, Xen. Cyr. 6, 1, 36; wogegen es überh. kein Mittel giebt; unmöglich, κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος Pind. Ol. 13, 13. Vei Xen. Cyr. 4, 1, 16: die nach nicht gekämpft haben; ἄμαχοι διήγαγον, sie blieben ohne Kampf, Hell. 4, 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμᾰχος: -ον, ἄνευ μάχης‧ ὅθεν, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, ἀήττητος, ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 3, Πίνδ., ἐν λυρ. χωρίοις των τραγ., Ἀριστοφ. Λυσ. 253. 1014 (ἐν ἰάμβοις), Πλάτ., κτλ.: ἐπὶ θέσεων, τοποθεσιῶν = ἀπόρθητος, Ἡρόδ. 1. 84: ὡσαύτως ἐπὶ πραγμ., ἀκατάσχετος, ἀκαταπολέμητος, κακόν, Πινδ. ΙΙ. 2. 139: κῦμα θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ἐπὶ αἰσθήσεως ἢ αἰσθήματος, ἄλγος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 733‧ φθόνος, Εὐρ. Ρῆσ. 457: ἄμ. πρᾶγμα, ἐπὶ γυναικὸς εἰς τὴν καλλονὴν τῆς ὁποίας δέν δύναταὶ τις να ἀντιστῇ, ἐγώ γάρ σε συγκαθεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι, ὁμοῦ μὲ τὸ ἀκαταμάχητον τοῦτο πλάσμα, Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 6. 1. 36: οὕτως, ἄμ. κάλλος, Ἀρισταίν. 1. 24: ἄμ. τροφή, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 23: - ἄμαχόν (ἐστί) μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ ἀμήχανον, = εἶναι ἀδύνατον νὰ .., Πίνδ. Ο. 13.16. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ πολεμήσας, ὁ μὴ λαβὼν μέρος εἰς μάχην τινά, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 16: ἄμ. διάγειν, διαμένειν ἄνευ μάχης, συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 9. 2) ὁ μὴ ἔχων διάθεσιν πρὸς μάχην, φιλήσυχος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855: ὁ μὴ φίλερις ἢ φιλόνικος, Ἐπιστολ. πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄, 3, πρὸς Τίτ. γ΄, 2: ἄμ. ἐβίωσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 387. 6. - Ἐπίρρ. -χως, = ἄνευ μάχης ἢ ἀγῶνος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 266: πρβλ. ἀμαχεί.