Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμολογέω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογέω Medium diacritics: ὁμολογέω Low diacritics: ομολογέω Capitals: ΟΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: homologéō Transliteration B: homologeō Transliteration C: omologeo Beta Code: o(mologe/w

English (LSJ)

S.Ph.980 (but very rare in Poets), Hdt. and Att. (v. infr.) : fut.

   A -ήσω Hdt.8.144, etc.: aor. ὡμολόγησα Id.9.88, etc.: perf. ὡμολόγηκα And.1.29, etc.:—Med., pres. and aor., Pl. (v. infr.) :— Pass., fut. -ήσομαι Hp.de Arte4 (v.l.), Pl.Tht.171b : aor. ὡμολογήθην Th.8.29, etc.: pf. ὡμολόγημαι Pl. (v. infr.), etc.:—to be ὁμόλογος : hence,    I agree with, say the same thing as, c. dat., λέγουσι Κορίνθιοι, ὁμολογέουσι δέ σφι Λέσβιοι Hdt.1.23, cf. 171, 2.4 ; Κυρηναῖοι τὰ περὶ Bάττον οὐδαμῶς -έουσι Θηραίοισι Id.4.154.    II correspond, agree with, whether of persons or things, c. dat., [τὸ ἓν] ἑωυτῷ ὁ. Heraclit.51 ; ὁμολογέουσι ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι Hdt.2.81 ; αὗται αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν Id.1.142, cf. 2.18 ; have to do with, ὁμολογέοντας κατ' οἰκηϊότητα Περσίϊ οὐδέν Id.6.54 ; τοῖς λόγοις τοὺς μάρτυρας -οῦντας Antipho 6.31 ; οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν Th.5.55 ; ὥστε μηδὲν ὁμολογεῖν τὼ τρόπω τὼ ἀλλήλων are utterly unlike, Lys.20.12.    b to be coordinated, πρὸς ἓν ἔργον Gal.UP1.8 : metaph., of a vowel, agree, i. e. form a diphthong, Plu.2.737f.    c to be suitable for, c. gen., ὁμολογεῖ ὤμου ἡ περὶ τὴν ἑτέρην μασχάλην περιβολή Hp.Off.9.    2 agree to a thing, grant, concede, ὁμολογῶ τάδε S.l.c. : abs., Hdt.8.94 ; τινί τι Pl. Smp.195b ; αὐτοῖς ὡμολογηκὼς ταύτην τὴν ὁμολογίαν Id.Cri.52a ; ὁμολογοῖεν ἂν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι, ἢ οὔ; Id.Prt.357a ; ὅπως . . τῇ τύχῃ σου χάριτας ὁμολογεῖν δυνηθῶ that I may avow my gratitude... PRyl.114.32 (iii A. D.) ; ὁ. χάριν θεοῖς acknowledge gratitude, Luc.Laps.15 (ὁ. ἔν τινι Ev.Matt.10.32 appears to be an Aramaism ; ὁ. ἐφ' ἁμαρτίαις LXX Si.4.26) : without acc. rei, ὁμολογῶ σοι I grant you, i.e. 1 admit it, Ar.Pl.94 ; parenthetically, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ I allow it, X.An.6.6.17 : c. inf., ὁ. Νικίαν ἑορακέναι allows, confesses that he has seen... Eup. 181.3 ; ὁ. σε ἀδικεῖν I confess that I am wronging thee, E.Fr.265 ; ὁ. κλέπτειν Ar.Eq.296, cf. Antipho 2.4.8 ; ὁ. καπηλεύειν Isoc.2.1 ; ὁ. οὐκ εἰδέναι confess ignorance, Arist.SE183b8 ; ὁ. πατάξαι Ar.V.1422 ; ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν Pl.Phdr.231d ; ὁ. ἓν πάντα εἶναι Heraclit.50 ; ὁ. Μειδίαν ἁπάντων λαμπρότατον γεγενῆσθαι D.21.153, cf. 197 ; esp. in receipts, ὁ. ἀπέχειν, ἐσχηκέναι, etc., PHib.1.97.5 (iii B. C.), CPR229.3 (iii A. D.), etc. ; in contracts, ὁ. διαλελύσθαι πρὸς ἀλλήλους PHib.1.96.5 (iii B. C.), cf. BGU1160.3 (i B. C.), etc. ; τοῦθ' ὁ. ὡς . . Pl.Chrm.163a, cf. Lg.896c : also c. Partic., ὁ. τινὰ δίκαια ὄντα Id.Cri.49e,50a ; v. infr. c.    3 agree or promise to do, c. fut. inf., Antipho 6.23, And.1.62, Pl.Smp.174a,Phdr.254b, etc. : c. aor. inf., D.42.12 : c. pres. inf., ὡμολόγησαν ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι εἶναι Hdt.6.92 : also freq. abs., promise, μισθῷ ὁμολογήσαντες (sc. ἀπαλλάξεσθαι) Id.2.86 ; ὁ ὁμολογῶν the person who gives an undertaking, BGU297.22 (i A. D.), etc. ; make an agreement, come to terms, τινι with another, Hdt.6.33,7.172, al. ; ἐπὶ τούτοισι on these terms, Id.1.60, cf. 8.140.β', Th.4.69.    b c. acc., promise, τῆς ἐπαγγελίας ἧς (for ἣν) ὡμολόγησεν ὁ θεὸς τῷ Ἀβραάμ Act.Ap.7.17 ; θεῷ ὑψίστῳ εὐχὴν Αὐρήλιος Ἀσκλάπων, ἣν ὡμολόγησεν ἐν Ῥώμῃ IGRom.4.542 (Phrygia).    B Med., in sense of Act., ὑπεναντίος ὁ τρόπος . . ὁμολογεόμενος Hp.Vict.1.11 ; αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὁμολογούμενοι λόγοι Pl.Ti.29c ; νόμοι σφίσιν αὐτοῖς ὁ. Isoc.2.17, cf. 6.14 ; τὸ ταὐτὸν καὶ ὁ. Pl.Lg.741a ; ὡμολογεῖτ' ἂν ἡ κατηγορία τοῖς ἔργοις αὐτοῦ D.18.14 ; -ούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8 ; τοῦτο -ήσασθαι ὅτι . . Pl.Cra. 439b, etc.    C Pass., to be agreed upon, allowed or granted by common consent, X.An.6.3.9, etc. ; πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν Th.8.29 : c. inf., with predicate added, to be allowed or confessed to be so and so, ἡ ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένη ἄριστον εἶναι εἰρήνη Id.4.62 ; ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι Pl.Smp.202b, cf. X. An.1.9.20, etc.    2 without inf., ἡ τοῦ οἰκείου . . ἕξις . . δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο should be allowed [to be] justice, Pl.R.434a ; -ούμενοι δοῦλοι And.4.17 ; τοὺς -ουμένους θεούς those who are admitted [to be] gods, Timocl.1.2, cf. Th.6.89.    3 abs., ὁμολογεῖται it is granted, agreed, Pl.Phd.72a, al. ; τὰ ὡμολογημένα the things granted, ibid. ; ἐξ ὁμολογουμένου, = ὁμολογουμένως, Plb.3.111.7.

German (Pape)

[Seite 337] zusammen, überein sprechen, dieselbe Sprache reden, eigtl. κατὰ γλῶτταν, in der Sprache übereinstimmen, Her. 1, 142; dasselbe sagen, was ein Anderer sagt, mit ihm übereinstimmen, einig sein mit ihn, τινί, 1, 23. 171; ὁμολογέουσι δὲ ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι, sie stimmen hierin mit den Orphikern überein, 2, 81; Κυρηναῖοι τὰ περὶ Βάττον οὐδαμῶς ὁμολογέουσι Θηραίοισι, 4, 154; ἐπί τινι, 1, 60; περί τι, 2, 4; κατ' οἰκειότητα Περσέϊ οὐδέν, sie gingen in Nichts an, 6, 54; auch μισθῷ ὁμολογήσαντες, über den Sold übereinkommen, 2, 86; c. inf., ὡμολόγησαν ἀζήμιοι εἶναι, 6, 92; οὔτε Ὁμήρῳ ὁμολογοῖμεν ἄν, οὔτε αὐτοὶ ἡμῖν αὐτοῖς, Plat. Phaed. 95 a; ἀλλήλοις, Crat. 436 d; Ggstz διαφέρεσθαι, Conv. 187 b; καὶ ξυμφωνεῖν, Rep. III, 402 d; auch c. accus., τὸν μιμητὴν ὡμολογήκαμεν, über den Nachahmer sind wir übereingekommen, Rep. X, 597 e. – Matth. 10, 32 steht ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί dem ἀρνεῖσθαι gegenüber. – Dah. zugeben, eingestehen, τάδε, Soph. Phil. 968; αὐτὸ τὸ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου, Eur. I. A. 1142; ὁμολογῶ σοι, Ar. Plut. 94; τὴν ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένην ἄριστον εἶναι εἰρήνην, von dem alle übereinstimmend gestanden, daß er das Beste sei, Thuc. 4, 62; οὐχ ὁμολογοῦνται παρὰ σοῦ εὐδαίμονες εἶναι, Plat. Charm. 173 e; ὁμολογῶ σοφιστὴς εἶναι, Prot. 317 b (vgl. Men. monost. 158); ἐγὼ τοῦτο οὐχ ὁμολογῶ, Conv. 195 b; αὐτοὶ ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν, Phaedr. 231 d; Ggstz ἔξαρνον εἶναι, Prot. 317 b; übh. vom Disputiren, dem Gegner Recht geben, seine Meinung gutheißen; parenthetisch, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ, Xen. An. 6, 4, 17, wo Krüger noch andere Beispiele beibringt; Luc. Hermot. 36 stellt τὰ ὁμολογούμενα τοῖς ἀμφισβητουμένοις gegenüber, – Auch = zusagen, versprechen, gew. c. inf. fut., aber auch aor., vgl. Lob. Phryn. 749; dah. im Kriege sich dem Feinde auf Bedingungen ergeben, ihm, was er fordert, zugestehen, τῷ Πέρσῃ, Her. 7, 172 u. öfter; Θάσιοι τρίτῳ ἔτει πολιορκούμενοι ὡμολόγησαν Ἀθηναίοις, Thuc. 1, 101. – Selten wird auch das med. in derselben Bdtg mit dem act. gebraucht, eigtl. für sich zugeben, Xen. Mem. 1, 2, 57, ὁμολογοῦμαι ἀγαθὸν εἶναι; Plat. vrbdt öfter αὐτοὺς αὑτοῖς ὁμ ολογουμένους λόγους, die mit sich übereinstimmen, Tim. 29 c; τὸ ταὐτὸν καὶ ὁμολογούμενον τιμῶντες, Legg. V, 741 a; Pol. ὁμολογούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8, übereinstimmend mit sich, wie ἐξ ὁμολογουμένου, = ἐξ ὁμολόγου, 3, 111, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογέω: Σοφ. Φιλ. 980 (ἀλλὰ σπανιώτατον παρὰ ποιηταῖς), Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ὡμολόγησα: πρκμ. ὡμολόγηκα, ἅπαντα ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ. ― Μέσ., ἐνέστ. καὶ ἀόρ., Πλάτ.: ― Παθ., μέλλ. ὁμολογηθήσομαι Ἱππ. 3. 33 (ἀλλὰ -γήσομαι Πλάτ. Θεαίτ. 171Β): ἀόρ. ὡμολογήθην Θουκ., κλ.: πρκμ. ὡμολόγημαι Πλάτ., κλ. Πρβλ. καθομολογέω. Ὁμιλῶ ἢ λέγω ὁμοῦ· ὅθεν, Ι. ὁμιλῶ τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, φάμενοι οὐδὲν σφίσι τε καὶ Αἰγυπτίοισι κοινὸν εἶναι· οἰκέειν τε γάρ ἔξω τοῦ Δέλτα καὶ οὐκ ὁμολογέειν αὐτοῖσι Ἡρόδ. 2. 18· πληρέστερον, ὁμ. κατὰ γλῶτταν 1. 142· ― καθόλου, οὐδὲν ὁμ. τινι, εἶμαι ὅλως ἄσχετος, οὐδεμίαν ἔχω σχέσιν πρός τινα, 6. 54. ΙΙ. λέγω τὰ αὐτὰ μετά τινος, συμφωνῶ μετ᾿ αὐτοῦ, τινι ὁ αὐτ. 1. 23, 171, κτλ.· κατά τι, εἴς τι ἢ ὡς πρός τι, ὁ αὐτ. 6. 54· περί τινος, περί τινος πράγματος, ὁ αὐτ. 1. 5, κτλ. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῖς λόγοις τοὺς μάρτυρας ὁμολογοῦντας Ἀντιφῶν 145. 5· οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν Θουκ. 5. 55· τῷ τρόπῳ ἀλλήλοιν μηδὲν ὁμολογοῦσι, ὅλως διαφέρουσι, Λυσ. 159. 4. 2) συμφωνῶ ὡς πρός τι, παραδέχομαι, ὁμολογῶ, θεωρῶ ὡς δεδομένον, μετ᾿ αἰτ. πράγμ., Ἡρόδ. 4. 154., 8. 94, Σοφ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Πλάτ. Γοργ. 476D, κτλ.· ὁμ. τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 195Β· αὐτοῖς ὁμ. ταύτην τὴν ὁμολογίαν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52Α· οὕτως, ὁμ. τὴν εἰρήνην, συμφωνῶ ὡς πρὸς τοὺς ὅρους τῆς εἰρήνης, Δημ. 236. 8· ὁμ. χάριν θεοῖς, γνωρίζω χάριν, εὐγνωμονῶ, εὐχαριστῶ, Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσ. πταίσμ. 15· (ὁμ. ἔν τινι Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 32, φαίνεται ὅτι εἶναι Ἐβραϊσμός)· ― ἄνευ τῆς αἰτ. πράγμ., ὁμολογῶ σοι, παραδέχομαι ὅ,τι λέγεις, ἔστω οὕτως, Ἀριστοφ. Πλ. 94· παρενθετικῶς, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ, τὸ παραδέχομαι, τὸ ἀναγνωρίζω, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 17· ― μετ’ ἀπαρ., Νικίαν ἑορακέναι, παραδέχεται, ὁμολογεῖ ὅτι ἔχει ἰδῇ, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5· ὁμ. ἀδικεῖν, ὅτι πράττει ἀδικίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 267· ὁμ. κλέπτειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 296, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 10· ὁμ. οὐκ εἰδέναι, ὁμολογῶ ἄγνοιαν, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33· ὁμ. τι εἶναι, παραδέχεσθαι, θεωρεῖν ὡς δεδομένον ὅτι .., συχν. παρὰ Πλάτ., οἷον Φαῖδρ. 231D· μετὰ κατηγορουμένου, ὁμ. Μειδίαν ἁπάννων .. λαμπρότατον γεγενῆσθαι Δημ. 564. 11, πρβλ. 578. 7· ― ὡσαύτως, ὁμ. ὡς .. Πλάτ. Χαρμ. 163Α, Νόμ. 896C· ― ἴδε κατωτ. Γ. 3) συμφωνῶ ἢ ὑπισχνοῦμαι νὰ πράξω, μετ᾿ ἀπαρ. μέλλ., Ἀντιφῶν 144. 11, Ἀνδοκ. 9. 8, Πλάτ. Συμπ. 174Α, Φαῖδρ. 254Β, κτλ· μετ᾿ ἀπαρ. ἀορ., Δημ. 1042. 15· ἀλλά, β) συχνάκις τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται ὅπου γίνεται λόγος περὶ συνεννοήσεων ἢ συμφωνιῶν ἐν πολέμῳ, μισθὸν ὁμολογήσαντες (ἐξυπακ. ἀπαλλάξεσθαι) Ἡρόδ. 2. 86· ― ἐντεῦθεν ἁπλῶς, κάμνω συμφωνίαν, ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν, τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. 6. 33., 7. 172, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τούτοισι, ἐπὶ τούτοις τοῖς ὅροις, ὁ αὐτ. 1. 60, πρβλ. 8. 140, 2, Θουκ. 4. 69. Β. Μέσ., ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὁμολογούμενοι Πλάτ. Τίμ. 29C· νόμοι σφίσιν αὐτοῖς ὁμ. Ἰσοκρ. 18Β, πρβλ. 118Ε· τὸ ταὐτὸν καὶ ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 741Α· ὁμ. καὶ σύμφωνος κατά τι Πολύβ. 32. 11, 8· τοῦτο ὁμ. ὅτι. Πλάτ. Κρατ. 439Β, κτλ.· Σωκράτης ὡμολογήσατο … ἐργάτην εἶναι ἀγαθὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 57. Γ. Παθ., συμφωνοῦμαι, γίνομαι ἀντικείμενον συμφωνίας, θεωροῦμαι ὡς ἐγκεκριμένος ἐκ κοινῆς συναινέσεως, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 9, κτλ.· πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν Θουκ. 8. 29· ― μετ᾿ ἀπαρεμφ. καὶ κατηγορουμένου, ἡ ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένη ἄριστον εἶναι εἰρήνη ὁ αὐτ. 4. 62· ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι Πλάτ. Συμπ. 202Β, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 9, 20, κτλ. 2) παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., αὕτη ἡ ἕξις δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο Πλάτ. Πολ. 434Α· ὁμολογούμενος δοῦλος Ἀνδοκ. 31. 33· τοὺς ὁμολογουμένους θεούς, ἐκείνους οὕς κοινῶς παραδέχονται πάντες ὡς θεούς, Τιμοκλῆς ἐν «Αἰγυπτίοις» 1. 3) ἀπολ., ὁμολογεῖται, θεωρεῖται ὡς δεδομένον, ὡς ἀληθές, Πλάτ. Φαίδων 72Α, κ. ἀλλ.· τὰ ὁμολογούμενα, τὰ ὡμολογημένα, ἅ παρεδέξατό τις, Λατ. concessa, συχνὸν παρὰ Πλάτ.· ἐξ ὁμολογουμένου = ὁμολογουμένως, Πολύβ. 3. 111, 7. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 179 - 180.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὡμολόγουν, f. ὁμολογήσω, ao. ὡμολόγησα, pf. ὡμολόγηκα, pqp. ὡμολογήκειν;
Pass. f. ὁμολογηθήσομαι, ao. ὡμολογήθην, pf. ὡμολόγημαι, pqp. ὡμολογήμην;
parler d’accord avec, d’où
1 être d’accord avec, τινι : μισθῷ ὁμολογήσαντες HDT s’étant mis d’accord sur le salaire ; avec une prép. : περί τινος, περί τι, ἐπί τινι, au sujet de qch ; τί τινι, être d’accord sur qch avec qqn;
2 convenir de, reconnaître, confesser, avouer, acc. ; en parenthèse : ὁμολογῶ XÉN je l’avoue ; Pass. ὁμολογεῖται πρὸς πάντων κράτιστος δὴ γενέσθαι XÉN tout le monde convient qu’il était excellent ; • impers. : ὡς παρὰ πάντων ὁμολογεῖται XÉN de l’aveu de tous ; particul. consentir à des conditions imposées par l’ennemi, s’arranger avec, τινι;
3 p. ext. avoir du rapport avec : αὖται αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθεισῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν HDT en ce qui regarde la langue, ces cités n’ont aucun rapport avec celles précédemment nommées;
Moy. ὁμολογέομαι-οῦμαι (ao. ὡμολογησάμην);
1 être d’accord avec soi-même ou les uns avec les autres, s’entendre mutuellement : ὁμολογέομαί τι, s’entendre sur qch;
2 amener à, convenir que, s’efforcer de faire admettre que;
3 concéder, accorder, promettre.
Étymologie: ὁμόλογος.