Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάω

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάω Medium diacritics: μάω Low diacritics: μάω Capitals: ΜΑΩ
Transliteration A: máō Transliteration B: maō Transliteration C: mao Beta Code: ma/w

English (LSJ)

   A v. μαίομαι, μέμονα, μῶμαι.

Greek (Liddell-Scott)

μάω: (ἴδε ἐν τέλ.)· τὸ ἐνεργ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ πρκμ. μέμαα μετὰ σημασ. ἐνεστ., ἀλλὰ καὶ οὗτος ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. (ἐν Θεοκρ. 25. 64· ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ μεμόνει ἀντὶ μέμαεν), ἀντὶ δὲ τοῦ ἑνικ. παραλαμβάνεται τὸ μέμονα, ας, ε· γ΄ πληθ. μεμάᾱσι Ἰλ. Κ. 208. 236, κ. ἀλλ· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τοῖς προηγουμένοις τύποις, β΄ δυϊκ. μέμᾰτον Θ. 413, α΄ πληθ. μέμᾰμεν Ι. 641, β΄ πληθ. μέμᾰτε Η. 160, γ΄ ἑν. προστακτ. μεμάτω Υ. 355· γ΄ πληθ. ὑπερσ. μέμᾰσαν Ν. 337· ἀλλὰ συχνότατα μετοχ. μεμᾰὼς (μεμᾱὼς μόνον ἐν Ἰλ. Π. 734)· ὅπερ (παρ’ Ὁμ.) διατηρεῖ τὸ ω ἐν ταῖς λοιπαῖς πτώσεσι, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 818., Ν. 197, ἔνθα ἔχομεν μεμαότες, μεμαότε [[[μετὰ]] ᾱ χάριν τοῦ μέτρου]· θηλ. μεμᾰυῖα, πρβλ. βεβαώς, γεγαώς. Θερμῶς ἐπιθυμῶ, ποθῶ, σπεύδω, συχνὸν παρ’ Ὁμ. - Συντάσσεται: κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ὅμ., Πινδ. Ν. 1. 64· σπανιώτερον μετὰ μέλλ., μεμαῶτες... θώρηκας ῥήξειν Ἰλ. Β. 543· ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες Ὀδ. Ω. 395· ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπαρ. ὡσαύτως παραλείπεται, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοὶ (ἐξυπ. ἕταροί σοι γενέσθαι) Ἰλ. Κ. 236· - συχν. ὡσαύτως μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, μεμαυῖ’ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Ε. 732· μεμαῶτε... θουρίδος ἀλκῆς Ν. 197· - συχνάκις ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., πῇ μέματον; ποῦ σπεύδετε; Θ. 413· πρόσσω μεμαυῖαι, σπεύδουσαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Λ. 615· ἀντικρὺ μεμαὼς Ν. 187· ἰθὺς μεμαῶτι Χ. 284· οὕτω μετὰ δοτικῆς ὀργάνου, μεμαότες ἐγχείῃσι Β. 818· καὶ ἀπολ., πρὸς δήλωσιν ὁρμητικῆς, ταχείας ἐνεργείας, βῇ ῥ’ ἀν’ ὁδὸν μεμαὼς ἔβη, μετὰ σπουδῆς, Κ. 339, πρβλ. Λ. 239 ἆλτ’ ἐπὶ οἱ μεμαὼς Φ. 174, πρβλ. Χ. 326· μεμαὼς πόλιν ἐξαπαλάξαι τὴν ἐθέλω Δ. 40· οὕτως, ἐν πέτρᾳ μεμαώς, ἐπὶ ἁλιέως, καραδοκῶν, Θεόκρ. 21. 52· πρβλ. ἐμμεμαώς. 2) ἔχω διάθεσιν ἢ κλίσιν νὰ κάμω τι, ἔχω σκοπόν..., ἢ μεμάασιν αὖθι μένειν Ἰλ. Κ. 208· εἰ γὰρ δὴ μέματον... καταδῦναι αὐτόθι 433· μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι..., Ι. 641. - Πρβλ. μέμονα. II. Μέσ., μάομαι Σαπφὼ 115 Ahr.· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς Δωρ. συνῃρ. τύποις, γ΄ ἑνικ. μῶται Ἐπίχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 3· μῶνται Εὐφορίων αὐτόθι· προστ. μῶσο Ἐπίχ. 121, πρβλ. Ahrens D. Dor. σ. 349· εὐκτ. μῷτο Διωτογ. παρὰ Στοβ. τ. 5. 69· ἀπαρ. μῶσθαι Θέογν. 769, Πλάτ. Κρατ. 406Α· ἀόρ. μώσατο Ἡσύχ. (πρβλ. μοῦσα)· μετοχ. μώμενος Αἰσχύλ. Χο. 45, 441, Σοφ. Τρ. 1136, Ο. Κ. 836· - ἐπιζητῶ τι, ἀπλήστως ἐπιθυμῶ, ἐποφθαλμιῶ, μετ’ αἰτ., Σαπφώ, Θέογν., κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἢ ἀπολ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Ἡ √ΜΑ διακλαδοῦται εἰς μεγάλην ποικιλίαν ἐννοιῶν, αἵτινες πᾶσαι δύνανται νὰ ταξινομηθῶσιν ὑπὸ τρεῖς κυρίως διαιρέσεις: (1) σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος, σύντονος σκοπός, ὡς ἐν ταῖς λέξ. μέμαα, μῶμαι, μαιμάω, μαίομαι· καὶ ἐκ τῶν ἐκτεταμένων √ΜΑΝ, ΜΕΝ, μένος, μέμονα, μενεαίνω, μενοινάω· ἐκ √ΜΑΤ, ΜΑΣΤ, μαστήρ, μαστεύω, μαστροπός, μετὰ τῶν ματεύω, μῆτις, ἂν μὴ τοῦτο ἀνήκῃ εἰς τὴν √ΜΑ, μετρέω)· πρβλ. √ΜΑΘ, μανθάνω. (2) ἔξαψις τοῦ νοῦ, διατάραξις, ὡς ἐν τοῖς μαίνομαι, μάντις, μανία, καὶ ἴσως Μοῦσα (Λακων. Μῶα, Δωρ. Μῶσαἴσως καὶ μῆνις. (3) σκέψις, διάσκεψις, ἐμμονή, ὡς ἐν ταῖς λέξ. μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνήμη· καὶ μετὰ σημασ. μεταβατικῆς ἐνεργείας, μιμνήσκω, Μέντης, Μέντωρ (mon-itor), μηνύω. - Ἐπὶ τῶν σημασιῶν (1) ἢ (2), αἱ συγγενεύουσαι γλῶσσαι παρέχουσι μόνον: Σασκρ. man-yus (μένος), Ἀγγλο-Σαξον. myn, Ἀρχ. Γερμ. minn-ia, minna (amor). Ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. (3), πὰ παραδείγματα εἶναι πολλά, Σανσκρ. man, man-yê (puto, cogito)· man-as (mens, voluntas, opinio), mat-is (opinio, propositum), mna, man-âmi (diligenter lego)· Λατ. man-eo, me-min-i, re-mi-ni-scor, men-s, men-tior, mon-eo, κτλ.· Γοτθ. muns (νόημα), ga-min-thi (μνεία)· Ἀρχ. Σκανδιν. munr (mens)· Ἀρχ. Γερμ. man-n (mon-eo, Γερμ. mahn-en), mein-a (mein-ung)· Λιθ. at-men-u (memoria)· Σλαυ. min-eti (cogitare)· κτλ.)

French (Bailly abrégé)

seul. pf. au sens d’un prés. *μέμααpl. μέμαμεν, μέματε, μεμάασι ; 2ᵉ duel μέματον ; impér. 3ᵉ sg. μεμάτω ; part. μεμαώς, gén. μεμαῶτος, mais acc. μεμαότα et pl. μεμαότες (pour la formation de ce part. cf. βεβαώς, γεγαώς) ; pqp. 3ᵉ pl. μέμασαν;
1 être passionné, ardent : πρόσσω IL, ἀντικρύ IL s’élancer avec ardeur en avant, en face ; ἐγχείῃσι IL s’élancer avec les lances;
2 désirer vivement, être impatient de, gén. ou inf.;
Moy. μάομαι-ῶμαι (> inf. μῶσθαι, part. μώμενος, fém. dor. μωμένα) rechercher, désirer, souhaiter, acc. ou inf..
Étymologie:.