ὄνομα

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνομα Medium diacritics: ὄνομα Low diacritics: όνομα Capitals: ΟΝΟΜΑ
Transliteration A: ónoma Transliteration B: onoma Transliteration C: onoma Beta Code: o)/noma

English (LSJ)

Aeol. and Dor. ὄνῠμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 (Crete), SIG1122.8 (Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene) ; Lacon. *ἔνυμα prob. in pr. nn.

   A Ἐνυμακρατίδας IG5(1).213.45, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2 ; poet. also (metri gr.) οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sts. in other Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic ; Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 (Oropus), etc.: Hom. has οὔνομα Od.6.194, 9.355, Il.3.235, οὐνόματ' (α) 17.260, ὄνομα Od.9.16, 364, 366, 19.183, ὄνομ' (α) 4.710 et saep. :—name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc. ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194 and in Od.13.248 (v. infr. II) ; Οὖτις ἐμοί γ' ὄ. 9.366, cf. 18.5,19.183,247; Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον 7.54, cf. 19.409, Hes. Th.144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name, πόλις ὄ. Καιναί X.An. 2.4.28, etc. : also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v. l.) ; ὀνόματι λέγειν by name, Pl.Ap.21c ; ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4, etc. ; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 (Philae) ; ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄ. each by his name, 3 Ep.Jo.14.    2 ὄ. τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av.810 :—Pass., ὄ. κεῖταί τινι ib.1291 ; ὄ. ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12 ; so ὄ. φέρειν or ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN1119a33, HA572a11.    3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name, εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550 ; καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄ. X. Oec.7.3, cf. E.Ion259, 800, Pl.Cra.393e, etc. :—so in Pass., ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph.605, cf. El.694 ; ὄ. δημοκρατία κέκληται Th.2.37 ; τὸ ἐναντίον ὄ. ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122 ; ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64 ; λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg.842e ; but also ὀνόματί τινα προσαγορεύειν Antipho 6.40 ; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt.279e, Cra.385d ; ὄ. καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm.147d ; τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται . . Κυνὸς σῆμα E.Hec.1271 ; τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3.    II name, fame, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248 ; οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93 ; ὄ. ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma.282a ; τὸ μεγα ὄ. τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64 ; τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄ. ὡς . . Id.5.16 ; τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20 ; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma.281c; ὄ. μέγιστον ἔχειν Th.2.64 ; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23 ; οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1 ; παράσιτοι δ' ἐπ' ὀνόματος ἐγένοντο notably, Ath.6.240c ; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib.241a.    III a name and nothing else, opp. the real person or thing, ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται Od.4.710 ; βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97 ; opp. ἔργον, E.Or.454, Hipp.502 ; περὶ ὄ. μάχεσθαι Lys.33.3 ; ἐκ τῶν ὀ. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15 ; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd.285a, Lg.644a.    2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence . ., Th.4.60 ; μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89 ; χώρα καλῶν ὀ. καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R.495c, cf. Plb.11.5.4.    IV in periphr. phrases, ὄ. τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v. l. for ὄμμ') Id.Or.1082 : with the names of persons, periphr. for the person, ὦ φίλτατον ὄ. Πολυνείκους Id.Ph.1702.    2 of persons, ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15 ; ἕτερα ὀ. ἀντ' αὐτοῦ . . πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.) ; in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.) ; βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄ. charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.) ; τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.) ; in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips.3 ii 25 (iii A. D.) ; ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.); δικαιώματα . . ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11 (ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.    V phrase, expression, esp. of technical terms, ὀ. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19 : generally, D.19.187.    VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra.399b, cf. Ap.17c, Smp.198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh.1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al. ; τὸ ἰλλαίνειν ὄ. the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.    2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht.168b, Sph.262a, 262b, cf. Arist.Po.1457a10, Int.16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45 ; ὄ. κύριον a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so . alone, Ar.Nu.681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213) ; also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nōmen, Skt. nāma.)

German (Pape)

[Seite 348] τό, ion. u. poet. οὔνομα, äol. ὄνυμα (ὀ ist vorgeschlagen, die Wurzel γνο = νο), 1) Name, die Benennung einer Person oder Sache; bei Hom. der Eigenname, mit dem eine Person genannt wird, οὕς κεν ἐϋ γνοίην καὶ τοὔνομα μυθησαίμην, Il. 3, 235, wie τῶν ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ' εἴποι, 17, 260 (sonst nicht in der Il.); auch bestimmter, Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον, Od. 7, 54, vgl. 19, 403, der Name, mit dem sie genannt wird, ἐμοὶ δ' ὄνομα κλυτὸν Αἴθων, 19, 183, Εὐρυβάτης δ' ὄνομ' ἔσκε, 247, öfter; ὄνομα τῇ κολάσει εὐθῦναι, Plat. Prot. 326 d, wie ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα, 315 e; auch parenthetisch, Δίων ὄνομα αὐτῷ, Is. 6, 20; auch εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον, mit dem sie dich nannten, Od. 8, 550, vgl. 9, 364; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, Plat. Crat. 383 e, vgl. 402 d; daher ὄνομα κέκληται δημοκρατία, Thuc. 2, 37; ὄνομα θεῖναί τινι, einen Namen geben, beilegen, Od. 19, 403; häufiger im med., ὄνομα τίθεσθαι, 19, 406; so Ar. Nubb. 66 Av. 809. 923; u. in Prosa, τούτοις ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος, Plat. Legg. V, 736 a; ἀντὶ τοῦ ὀνόματος, οὗ ἔθετο αὐτῷ ὁ πατὴρ Βοιωτόν, Dem. 40, 34; Folgde häufig; – ἐπ' ὀνόματος εἶναι, s. ἐπί; – ὄνομα φέρειν, einen Namen tragen, Soph. O. C. 60; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος, von oder nach einem Andern den Namen haben, Plat. Hipp. mai. 282 a; Γαῖα, πολ λῶν όνομάτων μορφὴ μία, Aesch. Prom. 210, öfter; τύμβῳ ὄνομα σὸν κεκλήσεται, Eur. Hec. 1271; – πόλις Θάψακος ὀνόματι, mit Namen, Xen. An. 1, 4, 11; gewöhnlicher im absoluten accus., πόλις ὄνομα Καιναί, 2, 4, 28 u. öfter, u. Folgde; ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα; bei Namen rufen, Pol. 5, 35, 2; namentlich, ἐπ' ὀνόματος δηλοῦν τὰς πόλεις, 18, 28, 4. – 2) wie bei uns, Name, Ruf, Ruhm; Hom., doch so, daß an den Eigennamen selbst zu denken ist, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, Od. 13, 248; ἃς σὺ μὲν οὐδὲ θ ανων ὄνομ' ὤλεσας, dem nachher entspricht ἀλλά τοι αἰεὶ πάντας ἐπ' ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν, 24, 93; Od. 4, 710 ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται, daß auch nicht der Name von ihm übrig bleibe; ὄνομα μόνον δείσαντες, den Ruf des Namens, Soph. O. C. 266; πολὺ τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας, 307. – Auch in Prosa = berühmter Name, οὐδ' ἂν ἐγένετο Πρωταγόρου ὄνομα ἐν τοῖς Ἕλλησιν, Plat. Prot. 335 a; ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ, Hipp. mai. 281 c; καὶ τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄνομα ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο, Thuc. 5, 16; ἀπὸ γὰρ τῆς μάχης τὸ τούτου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο, Xen. Cyr. 4, 2, 3; ἐν ἀτίμῳ ὀνόματι, von unberühmtem Namen, Herkommen, An. 6, 4, 7; Sp., die auch ὄνομα καὶ δόξα, ὄνομα καὶ κλέος u. dgl. verbinden, Anth. – 3) der bloße Name in Ggstz der Person oder Sache, ὄνομα, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι, Eur. Or. 454, vgl. I. A. 128; ἐκ τῶν ὀνομάτων μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι, Dem. 9, 15. Daher auch der falsche Name, hinter dem man die Sache versteckt, Vorwand, καὶ πρόσχημα, Pol. 11, 6, 4; D. Hal. u. a. Sp.; vgl. auch Thuc. 4, 60. – 4) bes. bei Gramm. das nomen im Ggstz von ῥῆμα, verbum, auch im engeren Sinne Eigenname im Ggstz von προσηγορία, nomen appellativum (s. unter ῥῆμα). – Uebh. das Wort, der Ausdruck, ὀνόμασι διαθέσθαι, dem ἐνθυμηθῆναι entgegengesetzt, Isocr. 4, 9, der auch ὀνόματα = λέξις den ἐνθυμήματα gegenüberstellt.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνομα: τό, Ἰων. καὶ ποιητ. οὔνομα, Αἰολ. ὄνῠμα· (ἴδε ἐν τέλ.)· ἡ λέξις δι’ ἧς δηλοῦται πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα, Ὅμ., κλ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ., μόνον δὲ δὶς ἐν τῇ Ἰλ. (Γ. 235, Ρ. 260), καὶ συχνότερον ἐν τῷ κοινῷ ἢ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ ὀνόματος προσώπου (πλὴν ἐν δυσὶ χωρίοις μνημονευομένοις κατωτ. ΙΙ)· ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Ὀδ. Ζ. 194· Οὗτις ἔμοιγ’ ὄνομα Ι. 366, πρβλ. Σ. 5, Τ. 183, 247· Ἀρήτη δ’ ὄνομ’ ἐστὶν ἐπώνυμον Η. 54, πρβλ. Τ. 409, Ἡσ. Θ. 144· ― ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ λέξις ὄνομα κεῖται ἀπολ., πόλις ὄνομα Καιναί, δηλ. ὀνόματι, Ξεν. Ἀνάβ. 2.4, 28, κτλ.· ἀλλὰ καὶ κατὰ δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι αὐτόθι 1. 4, 11 λέγειν τινὰ ὀνόματι Πλάτ. Ἀπολ. 21C· ἐξ ὀνόματος Πολύβ. 18. 28, 4, κτλ.· ― κατ’ ὄνομα Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 14, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 983. 4. 2) ὄνομα τίθημί τινι, δίδω ὄνομα εἴς τινα, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ Ὀδ. Τ. 403· ἀλλὰ συνήθως ἐν μέσῳ τύπῳ, τίθεσθ’ ὄνομ’ ὅττι κεν εἴπω αὐτόθι 406, πρβλ. Θ. 554, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Ἀριστοφ. Ὄρν. 810 κἑξ., πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 12, Ἀριστοφ. Νεφ. 63 κἑξ.· καὶ παθητικῶς, ὂν. κεῖταί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1291· ὄν. ἐστι ἢ κεῖται ἐπί τινι, λόγου ὄντος περὶ ὀνομάτων ἐφ’ οἵῳ ἔργῳ ἕκαστον εἴη Ξεν. Ἀπομνημον. 3. 14, 2· ὁ μὲν γὰρ ἀλαζὼν ἔμοι γε δοκεῖ ὄνομα κεῖσθαι ἐπὶ τοῖς προσποιουμένοις καὶ πλουσιωτέροις εἶναι ἢ εἰσὶ καὶ ἀνδρειοτέροις Κύρ. 2. 2, 12· οὕτως, ὄν. ἔχειν ἀπό τινος Ἡρόδ. 1. 71, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 282Α· ὡσαύτως, ὄν. φέρειν ἢ ἐπιφέρειν ἐπί τι Ἀριστοτέλ. Ἠθικ. Ν. 3. 12, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6, 18, 8· πρβλ. ἐπώνυμος. 3) ὄνομα καλῶ τινα, ὀνομάζω τινὰ μέ τι ὄνομα, εἶπ’ ὄνομ’, ὅττι σε κεῖθι κάλεον Ὀδ. Θ. 550· καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄν. Ξεν. Οἰκ. 7, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἴων. 259, 800, Πλάτ. Κρατ. 393Ε, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ὄν. δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φ. 605, πρβλ. Ἠλ. 694· ὄν. κέκληται δημοκρατία Θουκ. 2. 37· τὸ ἐναντίον ὄν. μετωνόμασται ὁ αὐτ. 1. 122· ὄν. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας ὁ αὐτ. 4. 64· λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοὶ Πλάτ. Νόμ. 842Ε· ― ἀλλὰ καί, ὀνόματί τινα καλεῖν, προσαγορεύειν Ἀντιφῶν 146. 8, Κρατ. 385D· ὄνομα καλεῖν ἐπί τινι «αὐτ. ἐν Παρμ. 147D· τύμβῳ δ’ ὄνομα σῷ κεκλήσεται... Κυνὸς σῆμα Εὐρ. Ἑκάβ. 1271· τοὔνομα προσηγορεύθη Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. 4) ἡ λ. ὄνομα, ἐνίοτε παραλείπεται, ᾧ δὴ… ἄνθρωπον… τίθενται, εἰς ὃ δίδουσι (τὸ ὄνομα) ἄνθρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, πρβλ. Κρατ. 392D, 402Β· ταὐτὸν τοῦτο κεκλημένος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὄνομα, δόξα, φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ’ ἵκει Ὀδ. Ν. 248, πρβλ. Ω. 93· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν Θουκ. 7. 64· καταλιπεῖν ὄν. ὡς..., ὁ αὐτ. 5. 16· τοὔνομά τινος ἀφικνεῖται πρός τινα Ξεν. Ἀν. 5. 9, 20· ὡσαύτως, ὄνομα μέγα, ὡς καὶ νῦν, πεφημισμένον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281C· μέγιστον ὄν. ἔχειν Θουκ. 2. 64· ἐν ὀνόματι εἶναι, ἔχειν μέγα ὄνομα, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. σ. 346· παράσιτοι δ’ ἐπ’ ὀνόματος ἐγένοντο, ὀνομαστοί, Ἀθήν. 240C· ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι’ ὀνόματος παρασίτων αὐτόθι 241Α. ΙΙΙ. ὄνομα καὶ οὐδὲν πλέον, μόνον ὄνομα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πραγματικὸν πρόσωπονπρᾶγμα, ἵνα μηδ’ ὄνομ’ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίποιτο Ὀδ. Δ. 710· βοᾶ ἔτι μηδ’ ὄνομ’ εἴη Θεόκρ. 16. 97· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔργον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 512, πρβλ. Ὀρ. 454, Ἱππόλ. 502· περὶ ὄν. μάχεσθαι Λυσ. 912 Reisk.· ἐκ τῶν ὀν. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέπτεσθαι Δημ. 114. 12. 2) ψευδὲς ὄνομα, πρόφασις, ὀνόματι (ἢ ἐπ ὀνόματι), προφάσει.., ὑπὸ τὸ πρόσχημα.., Θουκ. 4. 60· μετ’ ὀνομάτων καλῶν, ὡς τὸ τοῦ Σαλλουστ. honestiw nominibus, ὁ αὐτ. 5. 89· καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστὸς Πλάτ. Πολ. 495C, πρβλ. Πολύβ. 11. 6, 4. IV. ὄνομα ἐν περιφράσει, ὄνομα τῆς σωτηρίας, τῆς εὐγενείας, ἀντί, σωτηρία, εὐγένεια, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1080, Seidl. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 875 (905)· οὕτω τὸ Λατ. nomen, Markl. Stat. Sylv. 1. 1, 8· - μετ’ ὀνομάτων προσώπων κατὰ περίφρασιν, ἀντὶ αὐτῶν τῶν προσώπων, ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκους Εὐρ. Φοίν. 1702. V. ὡς τὸ λέξις, φράσις, ἔκφρασις, μάλιστα ἐπὶ τεχνικῶν ὅρων, ὀν. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ Ξεν. Ἀθην. 1, 19· καθόλου, λόγος, ὁμιλία, Δημ. 400. 1. VI. ἐν τῇ Γραμματικῇ ὄνομα, Λατ. nomen, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥῆμα, verbum, Ἀριστοφ. Νεφ. 681 κἑξ., Πλάτ. Θεαίτ. 168Β, πρβλ. Χαρμ. 163D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, κύρ. ὄνομα Λατιν. nomen proprium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσηγορία, Λατ. nomen apellativum, Γραμμ. - (Ἐντεῦθεν ὀνομάζω, ὀνομαίνω, κτλ., καὶ (ἐκ τοῦ Αἰολ. ὄνυμα) ἀνώνυμος, νώνυμος: ἡ ῥίζα εἶναι ΓΝΟ (πρβλ. γιγνώσκω), ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Λατ. co-gnom-en, i-gnominia· ἀλλὰ τὸ g συνήθως ἐκπίπτει· πρβλ. Σανσκρ. nâm-an· Λατ. nom-en· Γοτθ. nam-o, γεν. nam-ins (ὄνομα), ga-nam-jan (ὀνομάζειν), κλ.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 nom : ὄνομα θεῖναί τινι, ou θέσθαι, donner un nom à qqn ou à qch ; λέγειν τινὰ ὀνόματι PLAT, ὄνομα καλεῖν τινα, appeler qqn d’un nom ; ὄνομα ἔχειν ἀπό τινος HDT tirer son nom de qch ; πόλις Θάψακος ὀνόματι XÉN une ville du nom de Thapsakos ; πόλις ὄνομα Καιναί XÉN une ville du nom de Kænes ; Εὐρυβάτης ὄνομ’ ἔσκε OD Eurybatès était son nom;
2 nom, renom, renommée;
3 nom (p. opp. à la personne ou à la chose même, et, en gén., à l’action) ; p. ext. vain nom, nom spécieux, prétexte ; en gén. mot, expression ; t. de gramm. substantif (par opp. au verbe ῥῆμα) ; τὸ κύριον ὄνομα le nom propre.
Étymologie: ὀ- prosth., γιγνώσκω.