ἀπό
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
Aeol., Thess., Arc., Cypr. ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 (Larissa), 5(2).6 (Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.
A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ᾰπο?~X: where ἀπο ¯ is found in Ep. before v or liquids (as ἀπὸ ἕθεν Il.6.62, ἀπὸ νευρῆς 11.664, Hes. Sc.409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— ᾱ metri gr. in Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.] I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense: 1 of Motion, from, away from, ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492; ἀπ' οὐρανόθεν 8.365 (later with Advbs., ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10, etc.); strengthd., ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion, λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2; similarly of the cause or ground, ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126:— freq. of warriors fighting from chariots, etc., οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν . . μάχοντο Il.15.386; ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49; so ἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R.328a; ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7; ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62; ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29; ὀμμάτων ἄπο . . κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec.240: joined with ἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht.142a. 2 of Position, away from, far from, μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292 (cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4); κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110; μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc.193; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454; ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7, cf. 46; αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64; ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ.... νόσφιν ἀ. .., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances, ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4, etc.; but later the numeral follows ἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56; ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17. 3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562; ἀ. δόξης 10.324; οὐ . . ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344; ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R.470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht.179c, 187e; οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr.389; οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6; μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863. 4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ), ἀνὰ δ' ἐβόασεν . . ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr.523; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp.212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common, ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278. 5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων . . ἐπαρήξουσι ib.6.4.18; αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra.410b; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8; ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19; τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18. 6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40; αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys.539; ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27; ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87, cf. A.Pers.1023. 7 Math., of figures described upon a base, κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19, etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. . . Archim.Spir.10,11. 8 ἀ. ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman, LXX1 Es.9.40; ἀ. ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦib.Nu.5.3. 9 from being, instead of, ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς . . ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106. 10 privative, free from, without, ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19 (ii A. D.); ἀ. ζημίας PTeb420.4 (iii A. D.). II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.; ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5; ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99; ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82, X.An.7.5.8; τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25; ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς . . Hdt.3.14, etc.; δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55, cf. X.An.1.7.18, etc.; ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.; ἀφ' οὗπερ A.Pers.177; ἀφ' ἧς Plu.Pel.15; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15; ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25, etc.; ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43; ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V.218; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4; ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of... ib.24.8; γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5: hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398; ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3 (iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of .., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 (Andania), 1473. III OF ORIGIN, CAUSE, etc.: 1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163; γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350, cf. S.OT415, OC571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent, τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81, cf. Hdt.7.150; πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr.853; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32; Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc.509: of the place one springs from, ἵπποι . . ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839. cf. 849; Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114, cf. Th.1.89, etc.; τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5, etc.:hence, b metaph. of things, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12; γάλα ἀ. βοός A.Pers.611; μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu.314; ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53. c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect, οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14; οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2; οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10, etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153. 2 of the material from or of which a thing is made, εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65; ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag.970, cf. S.Tr.704; ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117; ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4: hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value, θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707 (Cos); κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd.59a; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4; θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49; σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8. 3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς . . πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605; τόξου ἄπο κρατεροῦ ὀλέκοντα φάλαγγας 8.279; ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371, 11.675; so ἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9; μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7; ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29; βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7. 4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done, οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14; ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54; ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν ἔργον ἀξιόλογον Th.1.17, cf. 6.61; ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R.528a, etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC1628; τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc. 5 of the source from which life, power, etc., are sustained, ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib.216; ἀ. πολέμου Id.5.6; ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14; ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1; τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9, cf. Th.1.99; ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl.569, cf. D.24.124; ἀ. μικρῶν εὔνους . . γεγένησαι Ar.Eq. 788, cf. D.18.102; ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι quaestum corpore facere, Plu. Tim.14. 6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done, ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2; ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17; τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46; ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9; ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of... Th.4.30; βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29; κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου φρενός A.Ag.1302, cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.; ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298; ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt.323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag.813); ἀ. στόματος Pl.Tht.142d; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V.656; πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον A.Ag. 988; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med.216; ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9; ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66, cf. IG1.9; τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.; ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.). 7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island... Hdt.4.195, cf. 54, 7.195; νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra.762. B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 (Tegea); ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8 H. (Idalion). 2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.). C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89. D IN COMPOS.: 1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι. 2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω. 3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω. 4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple. 5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω. 6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος. E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, as ὀμμάτων ἄπο S.El.1231, etc.; never in Prose. 2 ἄπο for ἄπεστι, Semon.1.20, Timocr.9.
German (Pape)
[Seite 293] ab, ab, drückt im Allgemeinen die Entfernung von einem Gegenstande aus.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπό: Αἰολ. ἀπύ, Σαπφ. 50, Ἐπίγραμ. Μυτιλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, πρβλ. 4725. 5, 4727: πρόθ. μετὰ γεν. μόνον (Σανσκρ. καὶ Ζενδ. apa· Λατ. ab, au-, abs· Γοτθ. καὶ Παλαιο-Σκανδ. af· Ἀγγλο-Σαξ. of (πρβλ. τὰ ἀγγλ. of, off)· Παλ΄ Ὑψ. Γερμ. aba (von), Γερμ. ab- ἐν συνθέσει). Ἡ ἀρχικὴ σημασ. εἶναι ἀπὸ, δηλ. ἀπὸ τινος. [ᾰπο: ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ ἐπ. ἡ λήγουσα ἐνίοτε ἐξετείνετο ἐν τῇ ἄρσει πρὸ ὑγροῦ, πρὸ τοῦ δ, ἢ πρὸ τοῦ δίγαμμα· οὕτω παρ’ Ἀττ. πρὸ τοῦ ῥ. Ἐν ταῖς τοιαύταις περιπτώσεσιν οἱ μεταγενέστεροι ποιηταὶ ἔγραφον ἀπαί, ὡς παραί, ὑπαί, Spitzn Vers. Her. σ. 52. Ἡ πρώτη συλλαβὴ μακρὰ ἐν τοῖς Ἐπικοῖς συνθέτοις, οἷον ἐν τῷ ἀπονέεσθαι, ὅπου ἄλλως ἡ λέξις δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ σταθῇ ἐν τῷ στίχῳ.]
French (Bailly abrégé)
A. adv. (en poésie et en prose ion.) au loin, à l’écart : ἀπὸ χλαῖναν βάλλειν IL jeter au loin son manteau ; τινι ἀπὸ λοῖγον ἀμύνειν IL repousser au loin le fléau qui menace qqn;
B. prép. avec le gén.;
I. en venant de, de :
1 avec idée de lieu, avec ou sans mouv. : καπνὸς ἀπὸ χθονὸς ἀΐσσων OD fumée qui s’élève du sol ; ἀφ’ ἵππων, ἀπὸ νηῶν μάχεσθαι ou μάρνασθαι IL, OD combattre du haut des chars, de dessus les navires ; fig. ἀπ’ αἰῶνος ὀλέσθαι IL quitter la vie, mourir;
2 avec idée de temps à partir de, à la suite de : ἀπὸ δείπνου θωρήσσοντο IL au sortir de table, ils s’armaient de leurs cuirasses ; ἀπὸ δείπνου εἶναι ou γενέσθαι HDT avoir dîné ; ἀπὸ παίδων XÉN dès l’enfance ; τὸ ἀπὸ τούτου ou τοῦδε à la suite de cela ; ἀφ’ οὗ χρόνου ou simpl. ἀφ’ οὗ (ion. ἀπ’ οὗ) depuis que;
3 avec idée de descendance οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ’ ἀπὸ πέτρης OD (qui n’est issu) ni d’un chêne ni d’un rocher ; οἱ ἀπό τινος ATT les descendants de qqn ; ἀπὸ Σπάρτης HDT (celui, ceux) de Sparte ; οἱ ἀπὸ τοῦ Πυθαγόρου les disciples de Pythagore ; fig. en parl. de choses κάλλος ἀπὸ Χαρίτων OD la beauté née des Grâces ; μήδεα ἀπὸ θεῶν OD les sages pensées qui viennent des dieux ; ἔβλητ’ ἐμῆς ἀπὸ χειρός IL il a été frappé d’un trait parti de ma main ; τἀπ’ ἐμοῦ SOPH ce qui est en mon pouvoir ; τὸ ἀπὸ σεῦ HDT ton avis ; καὶ βέβαια τἀπὸ σοῦ ; EUR et peut-on compter sur ce qui doit venir de toi, sur ton concours ? ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀπό τινος THC recevoir un surnom par suite de qqe particularité ; κρίνειν ἀπ’ αὐτῶν τῶν ἔργων DÉM juger d’après les œuvres mêmes ; ἀπό τινος θαυμάζεσθαι, διαβάλλεσθαι THC être admiré, calomnié à cause de qch ; ἀπὸ τῶν ἐμῶν δειπνήσετον AR vous souperez tous deux à mes frais ; avec un gén. d’instrument ou de moyen τοὺς πέφνεν ἀπ’ ἀργυρέοιο βιοῖο IL il les tua de son arc d’argent ; ἀπὸ χειρὸς ἐργάζεσθαί τι LUC faire qch de sa main ; ἀπὸ γλώσσης de vive voix (mais οὐκ ἀπὸ γλώσσης ESCHL qui ne part pas seulement de la bouche) ; ἀπὸ κτηνέων ζώειν καὶ ἰχθύων HDT vivre de bétail et de poissons ; ἀπὸ κυάμου καθιστάσθαι ἄρχοντα XÉN instituer un magistrat par un vote (litt. au moyen d’une fève) ; avec un n. de matière ἀπὸ ξύλου πεποιημένος HDT (vêtement) fait de coton ; avec un gén. partitif βαία γ’ ἀπὸ πολλῶν ESCHL de tant de milliers, il reste bien peu ! avec un gén. d’objet ταῦτα μὲν τὰ ἀπὸ τῶν ποταμῶν HDT voilà ce que j’avais à dire au sujet (litt. du côté) des fleuves;
II. hors de :
1 en séparant de, en éloignant de : ἐλευθεροῦν ἀπό τινος THC délivrer de qqn;
2 loin de : κεκρυμμένος ἀπ’ ἄλλων OD (signe) caché, hors de portée d’autrui, càd connu d’Ulysse et de Pénélope seuls et inconnus à tout autre ; en parl. de mesures itinéraires ὅσον πέντε καὶ δέκα στάδια ἀπὸ Φυλῆς XÉN environ à 15 stades de Phylè ; fig. hors de, contrairement à : πὸ σκόπου OD hors du but, autrement qu’il ne convient ; ἀπὸ δόξης IL contrairement à l’opinion qu’on a ; ἀπ’ ἐλπίδος ou ἀπ’ ἐλπίδων contre l’attente, contre l’espérance ; ἀπὸ ἀνθρωπείου τρόπου THC en dehors de l’ordre des choses humaines;
III. qqf en poésie après son régime, et alors accentué ἄπο : ὄμμάτων ἄπο (sang qui coule) des yeux, ou par le témoignage de mes yeux;
En compos. marque :
1 la séparation (ἀπολύω, ἀποτέμνω) ; l’éloignement (ἀπάγω, ἀπέρχομαι);
2 le changement (ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω);
3 l’achèvement (ἀπεργάζομαι, ἀποτελέω) ; la cessation (ἀπαλγέω, ἀποζέω);
4 le retour (ἀποδίδωμι, ἀπόπλους);
5 la privation ou la négation (ἀπάνθρωπος, ἀπαυδάω).
Étymologie: cf. lat. ab.
English (Autenrieth)
from (a b).—I. adv. (here belong all examples of the so-called use ‘in tmesi’), off, away; ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι, Il. 1.67; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε, Il. 2.183, etc.; a subst. in the gen. (of separation) is often added to render more specific the relation of the adv., ἀπ' χῶ χειρὸς ὀμόργνῦ, Il. 5.416; πολλόν γὰρ ἀπὸ πλυνοί εἰσι πόληος, Od. 6.40; thus preparing the way for the strict prepositional usage.—II. prep., w. gen., from, away from, denoting origin, starting-point, separation (distance); οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου, οὐδ' άπὸ πέτρης, ‘sprung from’ tree or rock, Od. 19.163 ; ἀφ' ἵππων ἆλτο χαμᾶζε, ‘from his car,’ Il. 16.733; so freq. ἀφ' ἵππων, ἀπὸ νεῶν μάχεσθαι, where we say ‘on’; οὐκ ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης | μῦθεῖται βασίλεια, ‘wide of,’ i. e. she hits the mark and meets our views, Od. 11.344 ; μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο, ‘away from’ his wife, Il. 2.292; so ἀπ' οὔατος, ἀπ ὀφθαλμῶν; adverbial phrase, ἀπὸ σπουδης, ‘in earnest,’ Il. 12.237. The ‘temporal’ meaning commonly ascribed to ἀπὸ in Il. 8.54 is only implied, not expressed by the preposition.