Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χθών

From LSJ
Revision as of 13:08, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθών Medium diacritics: χθών Low diacritics: χθων Capitals: ΧΘΩΝ
Transliteration A: chthṓn Transliteration B: chthōn Transliteration C: chthon Beta Code: xqw/n

English (LSJ)

ἡ, gen. χθονός,

   A earth, esp. the surface of it (rarely soil, χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν A.Ag.872): poet. word (Com. only in lyr. or paratrag.), very rare in Prose, LXX 3 Ki.14.15 (cod. Alex.), Supp.Epigr. 2.520 (Rome); seldom with Art. (only when an Adj. is added, v. infr. 11); ἀπὸ χ. ὑψόσ' ἀερθείς Od.8.375, cf. 10.149, Il.14.349; ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα 8.492, cf. 11.619; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20.483; κατέθηκεν ἐπὶ χθονί 6.473, cf. 3.89; χθονὶ φύλλα πελάσσαι 13.180; ἐπὶ χ., opp. οὐρανῷ, 4.443; ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο 1.88; ἐπὶ χ. σῖτον ἔδοντες Od.8.222, etc.; τοὶ ἐπὶ χ. ναιετάουσι 6.153; ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χ. S.Tr.811; χθόνα δύμεναι to go beneath the earth, i.e. to die, Il.6.411, Hes.Sc.151; ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός Od.11.52; κεκευθὼς ὑπὸ χθονὸς buried, A.Th.588; κατὰ χθονὸς κρύψαι τινά S.Ant.24, cf. OC1546 (Pass.); χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Pi.N.8.38; κούφα σοι χ. ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463 (lyr.); opp. θάλασσα, A.Ag.576; ὑπὸ χθονός, of the nether world, Τάρταρον... ἧχι βάθιστον ὑπὸ χ. ἐστι βέρεθρον Il.8.14; κάτω μελαίνας χ. Alc.Supp.7.10, cf. A.Eu.72; οἱ ὑπὸ χ. φίλοι, i.e. those in the shades below, Id.Ch.833 (lyr.), cf. S.Ant.65; ὦ κατὰ χθονὸς θεαί, i.e. the Erinyes, A.Eu.115; εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χ. τόπους ib. 1023.    2 earth, i.e. the world, Id.Pr.139 (anap.), Ag.528; ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr.956.    3 Earth, as a goddess, A.Pr.207, Eu.6.    II land, country, once in Hom., εἴσατο δὲ χ., of Ithaca, Od. 13.352; πολύμηλος χ., of Libya, Pi.P.9.7; εὔκαρπος χ., of Sicily, Id.N.1.14; freq. in Trag., freq. without Art., χ. Ἀσιᾶτις, Φωκέων, A.Pers.61 (anap.), 485; with Art., πᾶσαν τὴν Μυκηναίων χθόνα S.El.423; τῆς περιρρύτου χ. Αήμνου Id.Ph.1; τὴν Κορινθίαν χ. Id.OT795; τὴν ἐμὴν χ. Id.Aj.846; τῆς Ἀθηναίων χ. (paratrag.) Ephipp. 14.13; even of a city, τῆσδε δημοῦχοι χ. S.OC1348; νόμους χθονός Id.Ant.368 (lyr.), cf. OT736,939; Com., ὦ πόλι φίλη Κέκροπος, . . οὖθαρ ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr.110 (lyr.); ξένης ἀπὸ χ. Eup.71 (paratrag.). (Cf. Skt. loc. k[snull ]ámi 'on the ground', Hittite tegan 'ground', Tocharian tkan- 'place', Ir. 'place' (acc. don, dat. dun).)

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, gen. χθονός, Erde, Erdboden; ὑπὸ χθὼν σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν Il. 2, 465; ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20, 483, u. sonst; sie heißt εὐρεῖα oft, wie εὐρυόδεια, πολυβότειρα; Hom. vrbdt auch ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο, Il. 1, 88 Od. 16, 439; vgl. ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες 8, 222; δύσζηλοι γάρ τ' εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων 7, 307; χθονὸς μὲν εἰς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον Aesch. Prom. 1; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμ οις ἐρείδων 349; u. oft in diesem Ggstz bei den Tragg., wie im Ggstz von θάλασσα, Aesch. Ag. 562; χθόνα δύμεναι, unter die Erde gehen, d. i. sterben, Il. 6, 411; Hes. Sc. 151; wie ὁ κατὰ χθονὸς Ἅιδης Aesch. Ag. 1359; οἱ ὑπὸ χθονὸς φίλοι, die Todten in der Unterwelt, Ch. 820; Ἐτεοκλέα κατὰ χθονὸς ἔκρυψε Soph. Ant. 24, wie ὑπ ὸ χθονὸς κεκε υθέναι Aesch. Spt. 588. – Dah. das Innere der Erde, der Erdschooß, s. Herm. Eur. Hec. 70. – Bei den Tragg. auch von den einzelnen Ländern, πᾶσα χθὼν Ἀσιῆτις Aesch Pers. 61; ἔς τε Φωκέων χθόνα 477, u. öfter; Soph. Phil. 477. 660 Ant. 1147 u. sonst; u. überh. = πόλις, Valck. Eur. Phoen. 6, Seidl. Troad. 4. – Vgl. χαμαί, humus.

Greek (Liddell-Scott)

χθών: ἡ, γεν. χθονός, γῆ, ἔδαφος, μάλιστα τὸ ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον μέρος τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς (πρβλ. χθαμαλός, χαμαί), εἶναι δὲ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς (παρὰ τοῖς κωμ. ὅμως σπανίως καὶ μόνον ἐν παρῳδουμένοις χωρίοις τραγικῶν), ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξαιρουμένης τῆς μεταφράσεως τῶν Ἑβδ.· σπανίως δὲ λαμβάνει τὸ ἄρθρον, καὶ μόνον ἐὰν ἐπιφέρηται ἐπιθετικός τις προσδιορισμός, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ’ ἀερθεὶς Ὀδ. Θ. 375, πρβλ. Κ. 149, Ἰλ. Ξ. 349· ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα Θ. 492, πρβλ. Λ. 618· ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθεὶς Υ. 483· ἐπὶ χθονὶ κατέθηκε Ζ. 473, πρβλ. Γ. 89· χθονὶ φύλλα πελάσσαι Ν. 180· ἐπὶ χθ., ἀντίθετον τῷ οὐρανῷ, Δ. 443· - εἰς δήλωσιν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς βιούντων, ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88· ἐπὶ χθ. σῖτον ἔδοντες Ὀδ. Η. 222, κτλ.· τοὶ ἐπὶ χθ. ναιετάουσι Ζ. 153· τἀνάπαλιν, χθόνα δύμεναι, , εἰσελθεῖν εἰς τὴν γῆν, ἀποθανεῖν, Ἰλ. Ζ. 411, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 151· ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς Ὀδ. Λ. 52· οὕτω, ὑπὸ χθονὸς κεκευθέναι, ταφῆναι, Αἰσχύλ. Θήβ. 588· κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινὰ Σοφ. Ἀντιγ. 24· χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Πινδ. Ν. 8. 65, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1546· κούφα σοι χθὼν ἐπάνω πέσειε Εὐρ. Ἄλκ. 463· ἐναντίον τοῦ θάλασσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 576. 2) ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου ἢ Ἅιδου, Τάρταρον …, ἦχι βάθιστον ὑπὸ χθονός ἐστι βέρεθρον Ἰλ. Θ. 14, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 72· οἱ ὑπὸ χθ., δηλ. οἱ ἐν τῷ κάτω κόσμῳ ζῶντες, αἱ σκιαί, οἱ νεκροί, Λατ. inferi, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 833, Σοφ. Ἀντιγ. 65· αἱ κατὰ χθ. θεαί, δηλ. αἱ Ἐρινύες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 249· εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χθ. τόπους αὐτόθι 1023· πρβ. καταχθόνιος. 3) γῆ, δηλ. σύμπασα ἡ γῆ, ὁ κόσμος ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 139, Ἀγ. 528. Σοφ. Τραχ. 811, Ἀποσπ. 655. 4) ἡ Γῆ ὡς θεά, Αἰσχύλ. Πρ. 202, Εὐμ. 6. ΙΙ. ὡρισμένον μέρος γῆς ἢ χώρας, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. εἴσατο δὲ χθών, καὶ ἐφάνη ἡ γῆ, δηλ. ἡ Ἰθάκη, Ὀδ. Ν. 352· πολύμηλος χθ., ἡ Λιβύη, Πινδ. Π. 9, 13· χθ. εὔκαρπος, ἐπὶ τῆς Σικελίας, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 20· - αὕτη εἶναι ἡ κοινοτάτη χρῆσις παρὰ τοῖς Τραγ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄνευ τοῦ ἄρθρου, χθὼν Ἀσιᾶτις, Δωρίς, Ἀργεία, Ἀπία, Ἑλλάς, Ἰδαία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 61, 485, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ μετὰ τοῦ ἄρθρου, πᾶσαν τὴν Μυκηναίαν χθόνα Σοφ. Ἠ. 423· τῆς περιρρύτου χθ. Λήμνου ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1· τὴν Κορινθίαν χθ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 795· τὴν ἐμὴν χθ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 846· ἄνδρες τῆς Ἀθηναίων χθονὸς (χωρίον τραγικὸν παρῳδούμενον) Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 13· - οὕτω καὶ ἐπὶ μόνης μιᾶς πόλεως, τῆσδε δημοῦχος χθ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1348· νόμους χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 368, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 736, 939· -ὡσαύτως παρὰ κωμικ., ὦ πόλι φίλη Κέκροπος, .. οὖθαρ ἀγαθῆς χθονὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 162· ξένης ἀπὸ χθ. Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 18.

French (Bailly abrégé)

χθονός (ἡ) :
terre :
1 la terre, le sol ; ἐπὶ χθονί IL à terre, sur le sol ; particul. sol propre à la culture;
2 terre, pays, contrée : χθὼν Ἀσία ESCHL la terre d’Asie ; χθὼν Εὐρώπη SOPH la terre d’Europe ; ξένη SOPH terre étrangère, hospitalière ; χθὼν πατρῴα ESCHL terre des ancêtres, patrie ; au sens de cité, État : νόμους χθονός SOPH lois de l’État;
3 l’ensemble du sol terrestre, la terre entière;
4 la terre comme séjour des vivants et des morts : ζῶντος καἰ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο IL vivant et voyant le jour sur la terre ; au contraire, χθόνα δύμεναι IL s’enfoncer sous terre, càd mourir ; abs. οἱ ὑπὸ χθονός ESCHL ceux qui sont sous terre, les morts ; οἱ κατὰ χθονὸς θεοί ESCHL, αἱ κατὰ χθονὸς θεαί ESCHL les dieux, les déesses des Enfers.
Étymologie: cf. χθαμαλός, χαμαί.

English (Autenrieth)

χθονός: earth, ground; land, region, Od. 13.352.