ἐμός
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ή, όν, possess. Pron. of 1st pers.: (ἐγώ, ἐμοῦ):—
A mine; contr. with the Art., οὑμός, τοὐμόν, τοὐμοῦ, τὠμῷ, τἀμά, Trag. (not Com., τἀμὰ γὰρ διοίχεται is paratrag. in Ar.Ec.393), rarely in Prose, οὑμός Pl.Ep.354c; τἀμά Id.Plt.258b; οὑμός even in Il.8.360; and (acc. to some Gramm.) τὠμῷ 11.608, Od.4.71; τἠμῇ Il.9.654:—poet. ἀμός (q.v.): I with a Subst.: 1 subjectively, mine, of me, ἐμὰ δάκρυα Il.1.42; χεῖρες ἐμαί ib.166; ἐμός τε πατὴρ καὶ σός Hes.Op.633: with the Art., τὸν ἐμὸν χόλον Il.4.42, etc.: in Poets sts. joined with gen., to strengthen the possessive notion, ἐμὸν αὐτοῦ mine own, 6.446, Od.2.45; δαὴρ . . ἐμὸς ἔσκε κυνώπιδος Il.3.180; θρῆνον ἐμὸν τὸν αὐτῆς A.Ag.1323; τἀμὰ δυστήνου κακά S.OC344, cf.El.252; τὸν ἐμὸν αὐτοῦ . . βίον Ar.Pl.33. b mine, i.e. favourable to me, τεκμήρια ἐμά, οὐ τούτων Antipho 2.4.10. 2 objectively, relating to me, against me, ἐμὴ ἀγγελίη Il.19.336; τὸν ἐμὸν γάμον Od.2.97; τὴν ἐμὴν αἰδῶ respect for me, A.Pers.699 (troch.); τἀμὰ νουθετήματα warnings to me, S.El.343; τὠμῷ πόθῳ by love for me, Id.OT969; αἱ ἐμαὶ διαβολαί slanders against me, Th.6.90; δωρεὰ ἐμή a gift to me, X.Cyr.8.3.32; sts. with another gen. added, τὰς ἐμὰς Λαΐου διαφθοράς murder of L. by me, S.OT572; τοὐμὸν αἷμα πατρός his blood shed by me, ib.1400; τὰ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος (Dind. for Κύπρις) her gifts to me, E.Hel.364 (anap.). II without a Subst., mine, οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον my word, Il.1.526; τὸ μὲν ἐμόν [ἐστι] 'tis my counsel, Pi.I.8(7).42: in Trag. and Prose, it is my duty, my business, E.Ion1020, Pl.Lg. 664b. 2 ἐμοί my friends, Il.20.205; οἱ ἐμοί X.Cyr.3.2.28, etc.; ὁ ἐμὸς Ἡράκλειτος my dear Heraclitus, Arr.Epict.2.2.17. 3 τὰ ἐμά my property, Pl.Prt.310e, etc.; of children, S.El.538, OC922; τὸ τύπτειν καὶ ἐμὲ καὶ τὰ ἐμὰ ἀδίκως Pl.Grg.508e; of servants. PEdgar 4.6 (iii B.C.), etc.; but also τὰ ἐμά or τὸ ἐμόν, my part, my affairs, my interest, οὕτω τὸ ἐμὸν ἔχει things stand thus with me, Hdt.4.127; τὰ τούτου μᾶλλον ἢ τοὐμόν S.Aj.124; ἔρρει τἀμὰ παντελῶς X.Cyr.6.1.3; τὸ ἐμὸν εὖ πράττει Pl.R.463e, etc.; in full, τοὐμὸν μέρος S.Tr.1215: hence in Trag. and Att., my conduct (almost periphr. for ἐγώ), Id.El.1302, Tr.1068, Ar.Th.105; τὸ μὲν οὖν ἐμὸν οὐκ ἐμποδὼν ὑμῖν ἔσται Lys.8.19, cf. Pl.Grg.452c, etc.: abs., τό γε ἐμόν for my part, as far as concerns me, Hdt.1.108, Pl.Prt.338c, Sph.237b. 4 ἡ ἐ. (sc. γῆ) my country, Th.6.78; also (sc. γνώμη) my opinion, ἐὰν ἡ ἐ. νικᾷ Pl. R.397d; κατά γε τὴν ἐ. Ar.Ec.153, Pl.Plt.277a.
German (Pape)
[Seite 809] ἐμή, ἐμόν, mein, Hom. u. Folgde, mit dem Artikel οὑμός, τοὐμόν, Il. 8, 360 u. Tragg., wie in Prosa. Oft wird noch ein genit. hinzugesetzt, ἐμὸν αὐτοῦ, mein eigen, Od. 2, 45 Il. 3, 180; θρῆνον θέλω λέγειν ἐμὸν τὸν αὐτῆς Aesch. Ag. 1296; τἀμὰ δυστήνου κακά Soph. O. C. 344; in Prosa ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς; – οὐκ ἐμὸν τόδε, das ist nicht meine Sache, Soph. O. C. 197; οὐ γάρ ἐστι τοιοῦτον τὸ ἐμόν Plat. Alc. I, 106 b; οὐκ ἐμὸν ἀνοίγειν Men. Stob. fl. 112, 2; εἰ τοὐμὸν ἀλγεῖς, mein Unglück, Soph. Trach. 1057; τὰ ἐμά, das Meinige, mein Eigenthum, Phil. 583. 654; οἱ ἐμοί, die Meinigen, die Verwandten, Ant. 48 u. öfter; – τὸ ἐμόν, u. häufiger τό γ' ἐμόν, was mich betrifft, meinerseits, z. B. ἐπεὶ τό γ' ἐμὸν οὐδὲν διαφέρει Plat. Prot. 338 c; τὸ δὲ δὴ ἐμόν τε καὶ τῆς ἐμῆς τέχνης σιγῶ, von mir u. meiner Kunst, Theaet. 161 e; τό γ' ἐμὸν οὐδὲν ἂν προθυμίας ἀπολείποι Rep. VII, 533 a, für ἐγὼ ἀπολείπω. Mit Auslassung von γνώμη, δόξα, κατά γε τὴν ἐμήν Plat. Polit. 277 a; ἐὰν ἥ γ' ἐμὴ νικᾷ Legg. IX, 862 a; auch ἡ ἐμή = mein Vaterland, Thuc. 6, 78. – Objectiv ist es zu fassen in ἐμὴ ἀγγελία, eine mich betreffende Botschaft, Il. 19, 336, vgl. Od. 2, 97; τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς, Ehrfurcht gegen mich, Aesch. Pers. 685; οὑμὸς πόθος, nach mir, Soph. O. C. 420; τἀμὰ νουθετήματα, Ermahnungen an mich, El. 343; εὔνοια ἐμή, gegen mich, Xen. Cyr. 3, 1, 28; δωρεὰ ἐμή, Geschenk an mich, 8, 3, 13; aber τὰ δ' ἐμὰ δῶρα = das Geschenk, das ich selbst war, Eur. Hel. 364; αἱ ἐμαὶ διαβολαί, gegen mich, Thuc. 6, 90, woran sich auch die Beispiele reihen, wo es für ἐμοί zu stehen scheint; ὁμογενὴς ἐμός Eur. I. T 918, vgl. σούς γε φύντας ἐκγόνους El. 673; vgl. Theocr. 2, 3; τοῖς ἐμοῖς εὔνοις Xen. apol. 27; τὸ ἐμόν, mein Vortheil, Nutzen, Eur. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμός: ἐμή, όν, κτητικὴ ἀντωνυμία τοῦ πρώτου προσώπου· (ἐγώ, ἐμοῦ): - ἰδικός μου, Λατ. meus, Ὅμ.· συγκεράννυται μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὡς, οὑμός, τοὐμόν, τοὐμοῦ, τὠμῷ, τἀμά, Τραγ. καὶ παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζολόγοις, οὑμὸς εὕρηται ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Θ. 360· καὶ (κατὰ τοὺς παλαιοὺς γραμματ.) τοὐμοῦ Λ. 608, Ὀδ. Δ. 71· τἠμῇ Ἰλ. Ι. 654· - ποιητ. ἀμὸς ὁσάκις ἡ παραλήγουσα ὤφειλε νὰ εἶναι μακρά, ἴδε ἀμός. Ι. μετὰ οὐσιαστ.: 1) ἐξ ὑποκειμ., ἰδικός μου, ἐξ ἐμοῦ, ἐμὸς υἱὸς ἢ υἱὸς ἐμός· μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ ἐμὸς υἱὸς ἢ ὁ υἱὸς ὁ ἐμός· - παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε συνδυάζεται μετὰ γεν. πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς ἐννοίας τῆς κτήσεως, ἐμὸν αὐτοῦ Ἰλ. Ζ. 446, Ὀδ. Β. 45· δαὴρ... ἐμὸς ἔσκε κυνώπιδος Ἰλ. Γ. 180· θρῆνον ἐμὸν τὸν αὐτῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1323· τἀμὰ δυστήνου κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 344, πρβλ. Ἠλ. 252· τὸν ἐμὸν αὐτοῦ... βίον Ἀριστοφ. Πλ. 33· - ἀλλ. ἡ χρῆσις αὕτη σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις. β) ἰδικός μου, δηλ. εὔνους εἰς ἐμέ, τεκμήρια ἐμά, οὐ τούτου Ἀντιφῶν 120. 14. 2) ἐξ ἀντικειμένου, περὶ ἐμοῦ, ἐμὴν... λυγρὴν ἀγγελίην Ἰλ. Τ. 336, πρβλ. Ὀδ. Β. 97· τὴν ἐμὴν αἰδῶ, σέβας πρὸς ἐμέ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 699· τἀμὰ νουθετήματα, τὰ πρὸς ἐμὲ ἀποτεινόμενα, Σοφ. Ἠλ. 343· τὠμῷ πόθῳ, ἐκ πόθου πρὸς ἐμέ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 969· αἱ ἐμαὶ διαβολαί, αἱ κατ’ ἐμοῦ διαβολαί, Θουκ. 6. 90· δωρεὰ ἐμή, ἡ πρὸς ἐμὲ δωρεά, Ξεν. Κύρ. 8. 3. 32· ἐνίοτε προστίθεται καὶ μία γενική, τὰς ἐμὰς Λαΐου διαφθοράς, τὸν ὑπ’ ἐμοῦ γενόμενον φόνον τοῦ Λ., Σοφ. Ο. Τ. 572· τοὐμὸν αἷμα... πατρός, τὸ ὑπ’ ἐμοῦ χυθὲν αἷμα τοῦ πατρός μου, αὐτόθι 1400· τὰ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος (οὕτως ὁ L. Dind. ἀντὶ τοῦ Κύπρις), τὰ πρὸς ἐμὲ δῶρα αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 364. ΙΙ. ἄνευ οὐσιαστ., ἐμός, ἰδικός μου, οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον, «παλισσύλλεκτον, εἰς τοὐπίσω ληπτόν· ἐξ οὗ ψευδές, ἢ μεταμελητὸν» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 526· τὸ μὲν ἐμόν, τὸ μὲν ἐμοὶ δοκοῦν, Πίνδ. Ι. 7 (8). 84· παρ’ Ἀττ., εἶναι ἰδικόν μου ἔργον, «εἶναι ’δική μου δουλειά», σὸν λέγειν, τολμᾶν δ’ ἐμὸν Εὐρ. Ἴων 1020, Πλάτ. Νόμ. 664B. 2) ἐμοί, (οἱ) «οἱ ’δικοί» μου, οἱ συγγενεῖς μου, Λατ. mei, ὄψει δ’ οὔτ’ ἄρ πω σὺ ἐμοὺς ἴδες οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼ σοὺς Ἰλ. Υ. 205· οἱ ἐμοὶ Ξεν., κλ. 3) τὸ ἐμόν, τὰ ἐμά, ἡ περιουσία μου, Ἀριστοφ., Πλάτ., κλ.· ἐπὶ τέκνων, Σοφ. Ἠλ. 538, Ο. Κ. 922· ἀλλ’ ὡσαύτως, τὰ ἐμὰ ἢ τὸ ἐμόν, τὸ μέρος μου, αἱ ὑποθέσεις μου, τὰ συμφέροντά μου· οὕτω τὸ ἐμὸν ἔχει, οὕτως ἔχουσι τὰ πράγματα ὡς πρὸς ἐμέ, Ἡρόδ. 4. 127· τὰ τούτου μᾶλλον ἢ τοὐμὸν Σοφ. Αἴ. 124· ἔρει τἀμὰ παντελῶς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 3, πλῆρες· τοὐμὸν μέρος Σοφ. Τρ. 1215· - ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττ. περιφρασ. ἀντὶ τοῦ ἐγὼ ἢ ἐμέ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1302, Τρ. 1068, Ἀριστοφ. Θεσμ. 105, Λυσίας 114. 7, κλ.· ἀπολ., τό γε ἐμόν, τὸ μὲν ἐμόν, τὸ ἐπ’ ἐμοί, ὅσον ἀφορᾷ ἐμέ, Ἡρόδ. 1. 108, Πλάτ. Γοργ. 458D, Σοφ. 237B. 4) ἡ ἐμὴ (ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ) Θουκ. 6. 78· ὡσαύτως (ἐξυπακ. γνώμη), ἐὰν ἡ ἐμὴ νικᾷ Πλάτ. Πολ. 397D· κατά γε τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 153, Πλάτ. Πολιτικ. 277A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 mon, mien, qui m’appartient, qui me concerne : ὁ ἐμὸς υἱός ou ὁ υἱὸς ὁ ἐμός, ἐμὸς υἱός ou υἱὸς ἐμός ATT mon fils ; avec un gén. explicatif sorte d’appos. fréquente chez Hom. et les Trag. : ἐμὸν αὐτού IL ma propre (gloire) à moi-même ; τἀμὰ δυστήνου κακά SOPH mes malheurs, infortuné que je suis ! abs. τὸ ἐμόν, τὰ ἐμά, mon sort, mes biens, mes intérêts ; οἱ ἐμοί, les miens, mes parents ou mes amis ; τό γ’ ἐμόν, τὸ μὲν ἐμόν HDT pour moi, quant à moi ; ἡ ἐμή (s.e. γνώμη) PLAT mon avis ; ou (s.e. γῆ) THC ma patrie ; κατά γε τὴν ἐμήν (s.e. δόξαν) à mon avis;
2 qui s’adresse à moi : ἐμὴ ἀγγελίη IL avis qui me concerne ; δωρεά ἐμή XÉN présent pour moi ; ἐμαὶ διαβολαί THC accusations contre moi ; τἀμὰ νουθετήματα SOPH les représentations que tu m’adresses ; ἡ ἐμὴ αἰδώς ESCHL le respect pour moi.
Étymologie: th. ἐμε-.
English (Autenrieth)
ή, όν, no voc.: my, mine; rarely with art., Il. 11.608, Od. 4.71 ; οὑμός (= ὁ ἐμός), Il. 8.360; strengthened by gen. of αὐτός, ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ‘my own,’ Od. 2.45; equiv. to obj. gen., ἐμὴ ἀγγελίη, ‘about me,’ Il. 19.336.