Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἅλις

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῐς Medium diacritics: ἅλις Low diacritics: άλις Capitals: ΑΛΙΣ
Transliteration A: hális Transliteration B: halis Transliteration C: alis Beta Code: a(/lis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A in crowds, in plenty, hence, in a modified sense, sufficiently, enough:    1 Hom. mostly with Verbs, ἅ. πεποτήαται [μέλισσαι] Il.2.90; περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅ. ἦσαν 3.384; κόπρος ἅ. κέχυτο Od. 17.298; ἅ. δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι Il.14.122:—sts. just enough, in moderation, εἰ δ' ἅ. ἔλθοι Κύπρις E.Med.630; ἔφερε κακὸν ἅ. Id.Alc.907.    2 in Ep. freq. closely attached to Noun, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅ. bronze and gold in abundance, Od.16.231, cf. Il.22.340; νῆα ἅ. χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω 9.137; ἅ. χέραδος 21.319; ἅ. δ' εὐῶδες ἔλαιον Od. 2.339:—rare in Trag. and Com., ἅ. βίοτον εὗρον E.Med.1107; λύπας ἅ. ἔχων (Elmsl. λύπης) Id.Hel.589; ἅ. ἐλᾳδίῳ διείς prob. in Sotad.Com.1.27; freq. in Alex. poetry, ἔχω οὐδ' ἅ. ὄξος Theoc.10. 13; ἅ. ὄλβος Call.Jov.84; ἄρτους ἅ. κατέθηκεν Id.Hec.35; ἱδρῶ ἅ. A.R.2.87:—rare with Adj., ἅ. ἦσθ' ἀνάρσιος A.Ag.511.    3 ἅλις (sc. ἐστί) 'tis enough, ἢ οὐχ ἅ. ὅττι . . ; is't not enough that . . ? Il. 5.349; ἢ οὐχ ἅ. ὡς . . ; 17.450, Od.2.312; ἅ. ἵν' ἐξήκεις δακρύων S.OT 1515: abs., ἅλις enough! Id.Aj.1402:—in Trag. c. acc. et inf., Ἀργείοισι Καδμείους ἅ. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν A.Th.679: c. dat., ἅ. δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν E.Alc.1041.    4 like an Adj., as predicate, ἅ. γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά ib.673, cf. IT1008, S.Tr.332.    5 ἅλις (sc. εἰμί) c. part., ἅ. νοσοῦσ' ἐγώ enough that I suffer, Id.OT 1061; ἅ. ἐγὼ δυστυχῶν Trag.Adesp.76.    6 c. gen. rei, enough of a thing, ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Hdt.1.119, cf. 9.27; πημονῆς ἅ. γ' ὑπάρχει A.Ag.1656, cf. 1659; ἅ. [ἐστὶ] λελεγμένων Id.Eu.675; ἅ. λόγων S.OC1016; ἅ. ἀφύης μοι Ar.Fr.506; to conclude an argument, καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Plt.287a; καὶ περὶ μὲν τούτων ἅ. Arist.EN 1096a3, etc.—Cf. ἅλιας. (ϝαλ-, cf. γάλι· ἱκανόν, Hsch.; cf. ἁλής.)

Greek (Liddell-Scott)

ἅλις: [ᾰλῑς], ἐπίρρ.: (ἴδε ἐν λ. ἁλής). Σωρηδόν, εἰς πλῆθος ἀφθόνως, Λατ. affatim καὶ κατὰ τροποποίησιν τῆς ἐννοίας, = ἱκανῶς, ἀρκετά, Λατ. satis: 1) παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνάπτεται μετὰ ῥημάτων, ἅλις πεποτήαται [μέλισσαι], Ἰλ. Β. 90· περὶ δὲ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν, Γ. 384· κόπρος ἅλις κέχυτο, Ρ. 298· ἅλις δὲ οἱ ἦσαν ἄρουραι, Ἰλ. Ξ. 122: -ἐκ τῶν συμφραζομένων δὲ ἐνίοτε λαμβάνει τὴν σημασίαν: σχεδὸν ἐπαρκῶς, ὡς τὸ μετρίως, εἰ δ’ ἅλις ἔλθοι Κύπρις, Εὐρ. Μήδ. 629· ἔφερε κακὸν ἅλις, ὁ αὐτ. Ἄλκ. 907. 2) παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εὕρηται συχνάκις στενῶς συνδεδεμένον μετά τινος ὀνόματος: χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις χαλκὸν καὶ χρυσὸν ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἀρκετόν, Ὀδ. Π. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 340· νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω. Ἰλ. Ι. 137· ἅλις χεράδος (ἴδε ἐν λ. χέραδος), Φ. 319· ἅλις δ’ εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339. - Ἡ Ὁμηρικὴ αὕτη χρῆσις εἶναι σπανία παρ’ Ἀττ.· ἅλις βίοτον εὗρον, Εὐρ. Μήδ. 1107· λύπας ἅλις ἔχων (Ἑλμσλ. λύπης), ὁ αὐτ. Ἑλ. 589: - σπανίως μετ’ ἐπιθέτου, ἅλις… ἦσθ’ ἀνάρσιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511. 3) ἅλις (ἐνν. ἐστί), = ἀρκεῖ· ἢ οὐχ ἅλις ὅττι...; = δὲν ἀρκεῖ ὅτι...; Ἰλ. Ε. 349· ἢ οὐχ ἅλις, ὡς...; Ρ. 450, Ὀδ. Β. 312· οὕτως, ἅλις, ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, Σοφ. Ο. Τ. 1515· καὶ ἀπολύτως ἅλις, ἀρκεῖ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1402: - Παρ’ Ἀττ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, Αἰσχύλ. Θήβ. 679· μ. δοτ. καὶ ἀπαρ., δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν, Εὐρ. Ἄλκ. 1041, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 685. 4) = ἐπιθέτῳ ὡς κατηγορούμενον, ἅλις γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά, Εὐρ. Ἄλκ. 673· πρβλ. Ι. Τ. 983, Σοφ. Τρ. 332. 5) ἅλις (ἐνν. εἰμί), προστιθεμένης μετοχῆς, ἅλις νοσοῦσ’ ἐγώ, = ἀρκεῖ ὅτι ὑποφέρω, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1061· ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν, Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9, 11. 5. 6) παρ’ Ἀττ. = τῷ Λατ. satis, μετὰ γεν. πράγ., = ἀρκετὸν μέρος ἔκ τινος πράγμ., ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς, Ἡρόδ. 1.119, πρβλ. 9. 27· πημονῆς ἅλις γ΄ ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656, πρβλ. 1659· ἅλις [ἐστὶ] λελεγμένον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 675· ἅλις λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1016· ἅλις ἀφίης μοι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· ὅταν τίθεται πέρας εἰς λόγον ἢ ζήτημα· καὶ τούτων μὲν ἅλις, Πλάτ. Πολιτ. 287Α· καὶ περὶ μὲν τούτων ἅλις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 6, κτλ. II. τύπος τις ἅλιας ἢ ἁλίας παρ’ Ἱππών. 101· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 63. 18, Ἰωάνν. Ἀλ. Τον. παραγγ. σ. 38.12· οὕτω δὲ ἀναγινώσκει ὁ Δινδόρφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 723 (λυρ.), ἁλίας, ἁλίας ὁ πάρος ἀρχαγός, ἔνθα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἁλίσας.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. en masse compacte, en foule;
II. en abondance : χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις OD cuivre et or en abondance;
III. assez, càd :
1 en quantité suffisante : ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς HDT avoir assez de nourriture ; ἅλις λόγων SOPH assez de discours ; οὐχ ἅλις (ἐστὶν) ὅτι ou ὡς IL, OD n’est-ce pas assez que… ? ἅλις δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν EUR j’avais bien assez de pleurer mon malheur ; ἅλις νοσοῦσ’ ἐγώ SOPH c’est assez que je souffre;
2 juste assez, dans une juste mesure.
Étymologie: cf. ἁλής.

English (Autenrieth)

(ϝάλις, cf. ἐϝάλην, εἴλω): crowded together; of persons, ‘in throngs’; bees, ‘in swarms’; corpses, ‘in heaps.’ Then in plenty, abundantly, enough; ἅλις δέ οἱ, he has carried it ‘far enoughalready, Il. 9.376 ; ἦ οὐχ ἅλις ὅτι (ὡς), is it not enough (and more than enough), etc.?