αἰόλος

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰόλος Medium diacritics: αἰόλος Low diacritics: αιόλος Capitals: ΑΙΟΛΟΣ
Transliteration A: aiólos Transliteration B: aiolos Transliteration C: aiolos Beta Code: ai)o/los

English (LSJ)

η, ον, (ος, ον Arist.Pr., v. infr.)

   A quick-moving, nimble, πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404; αἰόλαι εὐλαί wriggling worms, 22.509; σφῆκες μέσον αἰ. 12.167; ὄφις ib.208; οἶστρος Od.22.300, cf. Achae.48.    2 as epith. of armour, glittering, τεύχεα Il.5.295; σάκος 7.222, 16.107; κνώδων S.Aj.1025:—generally, changeful of hue, sheeny, δράκων Id.Tr.11; αἰόλα νύξ star-spangled night, ib.94 (lyr.); αἰ. πυρὸς κάσις smoke flushed by fire-light, A.Th.494; κύων αἰ. speckled, Call.Dian.91, etc.; αἰόλα σάρξ discoloured, S.Ph.1157 (lyr.); ὀφθαλμοί Adam.1.8, cf. 11.    II metaph.,    1 chequered, αἰόλ' ἀνθρώπων κακά A.Supp.328; changeful, ἰαχή E.Ion 499 (lyr.); χορεία Ar.Ra.248 (lyr.); νόμος Tclest.2; αἰόλα φωνέων Theoc.16.44; αἰόλοι ἡμέραι changeable days, Arist.Pr.941b24.    2 shifty, slippery, ἔπος Sol.11.7; ψεῦδος Pi.N. 8.25; κέρδεσσι B.14.57; μηχάνημα λυγκὸς αἰολώτερον Trag.Adesp. 349.—Chiefly poet.    B proparox. Αἴολος, ου, ὁ, the lord of the winds, properly the Rapid or the Changeable, Od., etc.    2 name of a kind of σκάρος, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c.    3 Pythag., = 4, or ἐνιαυτός, Theol.Ar.22.

Greek (Liddell-Scott)

αἰόλος: -η, -ον, ταχέως κινούμενος, εὐκίνητος, ὁρμητικός, Λατ. agilis· πόδας αἴολος ἵππος, Ἰλ. Τ. 404: αἰόλαι εὐλαί = ἀναπηδῶντες μικροὶ σκώληκες (ὡς οἱ τοῦ τυροῦ), Χ. 509· - σφῆκες μέσον αἰόλοι, Μ.167· αἰόλον ὄφιν, αὐτόθι 208: αἰόλος οἶστρος, Ὀδ. Χ. 300. 2) ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπιθ. τοῦ ὁπλισμοῦ: τεύχεα, Ἰλ. Ε. 295· σάκος, Η. 222., Π. 107 (πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1025), ἔνθα οἱ πλεῖστοι τῶν κριτικῶν ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. κατὰ τὴν ΙΙ σημασίαν, ἀλλ’ ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λέξ.) ἑρμηνεύει: ὁ κινούμενος μετὰ τοῦ σώματος, εὐκόλως κινούμενος, εὐμεταχείριστος, Λατ. habilis: - ὥστε ἡ Ὁμ. ἔννοια τῆς λέξεως περιορίζεται εἰς τὴν τῆς ταχείας κινήσεως, πρβλ. αἰόλλω, ἂν καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ τις ὅτι ἡ ἰδέα αὕτη εὐκόλως μεταβαίνει εἰς τὴν τῆς ταχείας λάμψεως, τοῦ ἀπαστράπτοντως· (πρβλ. ἀργός Ι): ἡ αὐτὴ ἀμφιβολία ὑπάρχει καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις αἰολοθώρηξ, -μίτρης. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἀναμφιβόλως: ὁ τὸ χρῶμα μεταβάλλων, ἀπαστράπτων, στίλβων (ὡς ἡ στιλπνὴ μέταξα), δράκων, Σοφ. Τρ. 12. 2) ποικίλος, στικτός, αἰόλα νύξ, κατάστικτος ἐξ ἀστέρων, (πρβλ. Κικ. caelum astris distinctum), αὐτόθι 94· πρβλ. αἰολόχρως, ὁ Αἰσχύλ. ἐν Θ. 494 καλεῖ τὸν ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ πυρὸς ἀναλάμποντα καπνὸν αἰόλην πυρὸς κάσιν; κύων αἰ. = στιγμάτων πλήρης, Καλλ. Ἄρτ. 91, κτλ.· αἰόλα σάρξ = ἄχρους καταστᾶσα ἐκ νόσου, Σοφ. Φ. 1157. ΙΙΙ. μεταφ., 1) εὐμετάβολος, εὐκίνητος, ἄστατος· αἰολ’ ἀνθρώπων κακά, Αἰσχυλ. Ἱκ. 327· ἐπὶ ἤχων· ἰαχή, Εὐρ. Ἴων 499· πρβ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 248· αἰόλοι ἡμέραι = εὐμετάβολοι ἡμέραι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13, 1 (τὸ μόνον χωρίον, ἔνθα εἶνε γνωστὸν ὅτι ἀπαντᾷ ἡ λέξις ἐν Ἀττ. πεζογράφ. ἢ ὅτι ἔχει τὸ θηλ. εἰς -ος). Πρβλ. αἰολόμητις, -στομος, κτλ. 2) εὐκίνητος, ἄστατος, δόλιος, πανοῦργος, ὀλισθηρός, ἔπος, Σόλ. 11· ψεῦδος, Πινδ. Ν. 8. 43· μηχάνημα, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 16.D. - Πρβλ. ποικίλος, ὅπερ εἶνε ἐν χρήσει ἐν ὁμοίᾳ ποικιλίᾳ ἐννοιῶν καὶ ἔχει ἰδιάζοντα τονισμόν. Β. ὡς κύρ. ὄνομα προπαροξ. Αἴολος, ου, ὁ θεὸς τῶν ἀνέμων, κυρίως ὁ ὁρμητικὸς ἢ εὐμετάβλητος, Ὀδ., καὶ ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα ἐκτείνεται ἐν τῇ γεν. Αἰόλου μεγαλήτορος, χάριν τοῦ μέτρ., Ὀδ. Κ. 36.]

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. qui s’agite, se meut sans cesse :
1 mobile, agité : σφῆκες αἰόλοι IL guêpes au corsage mobile, càd qui peuvent se replier en tous sens;
2 agile, rapide : πόδας αἰόλος ἵππος IL cheval aux pieds agiles;
II. p. anal., en parl. de couleurs :
1 aux reflets changeants : αἰόλα τεύχεα IL armes étincelantes;
2 bigarré, tacheté : αἰόλος δράκων SOPH serpent à la peau tachetée ; σὰρξ αἰόλα SOPH chair marquetée de taches (provenant de la violence du mal) ; νὺξ αἰόλα SOPH nuit constellée;
III. fig. changeant, inconstant, variable.
Étymologie: cf. εἴλλω.

English (Autenrieth)

quick-moving, lively; of wasps (μέσον, ‘at the waist’), gad-fly (‘darting’), serpent (‘squirming’), worms (‘wriggling’); then glancing, shimmering, of lively (changeable) colors, esp. metallic, Il. 5.295, Il. 7.222.