παρακολουθέω
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
A follow or attend closely, dog one's steps, τινι Ar.Ec. 725 ; τὸ παρακολουθοῦν εἴδωλον ἑκάστῳ Pl.Sph.266c, cf. D.21.14,69, Philem.124 ; οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ κίναδος, κολακεύων παρηκολούθεις D.18.162 ; πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Arist.HA 496a29 ; accrue, esp. of loss or damage, c. dat., PSI3.168.24 (ii B. C.), PRein.18.15 (ii B. C.). 2 make a succession of growths, Thphr. HP6.4.8. II metaph., follow closely, attend minutely to, π. τῷ νοσήματι Pl.R.406b ; π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι] trace accurately all his knaveries, D.19.257 ; π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς Id.18.172 ; π. χρόνοις follow all the times and dates, Nicom.Com.1.20, cf. Ev.Luc.1.3 ; τοῖς δικαίοις π. Demad. 1 ; π. ταῖς τιμαῖς (prices) PMich.Zen.28.26 (iii B. C.) ; τῇ Ὁνοράτου κρίσει POxy.653.29 (ii A.D.). 2 of an audience, προσέχειν τὸν νοῦν καὶ π. εὐμαθῶς Aeschin.1.116 : generally, follow with the mind, understand, π. τῷ πῶς . . Plb.1.12.7, etc. : as Stoic term, Arr.Epict.2.16.33, etc. ; παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι . . understand that... ib.2.26.3 ; simply, π. ὅτι . . Gal.11.554 ; διότι . . PPetr.2p.132 (iii B. C.) : c. part., π. ἐλεγχόμενος Arr.Epict.4.5.21 : c. acc., τίς παρακολουθεῖ ταῦτα; Damox.2.25 ; π. τὰ ἐψηφισμένα become acquainted with... GDI4940.8 (Cret.), cf. BSA29.64 (Eretrian, found at Sparta), IG11(4).1065a17 (Delos), etc. : in later Philosophy, ἑαυτῷ π. to be conscious, Plot.1.4.5 ; esp. to be self-conscious, νοῦν νοοῦντα μόνον, μὴ παρακολουθοῦντα δὲ ἑαυτῷ ὅτι νοεῖ Id.2.9.1, cf. 4.4.37, Iamb.Myst.3.4,14. 3 of things, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα D.54.11, cf. Ruf. ap. Orib.44.17.2; τῷ βίῳ π. keep company with, keep close to, of things that benefit, Isoc.15.262; αὐτοῖς π. ἡ ἔχθρα <ἡ> παρὰ Λακεδαιμονίων D.59.98; of rules, hold good throughout, δι' ὅλης τῆς ἱππικῆς π. X.Eq.8.14. 4 of a logical property, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Arist. Top.131b9; also of the genus, ib.125b28, cf. 123a19; of notions inseparably connected one with another, Id.Cat.8a33, Metaph. 1054a14; of cause and effect, Id.APo. 99a17; τὸ παρακολουθοῦν τινι constant attribute, Phld.Sign.8,19, cf. A.D.Pron.4.3; to be proper to, ταῖς αἰσθηταῖς [ἁρμονίαις] Plot.1.6.3.
German (Pape)
[Seite 484] nebenhergehen u. begleiten, von der Seite folgen, τινί, z. B. φέρε νῦν ἐγώ σοι παρακολουθῶ πλησίον, Ar. Eccl. 725; τῷ νοσήματι, Plat. Rep. III, 406 b; Soph. 266 c u. öfter, u. Folgende; τοῖς ἀδικήμασι, Dem. 24, 10; ἔχθρα παρὰ Λακεδαιμονίων παρηκολούθει αὐτοῖς, 59, 48; οὓς σὺ ζῶντας κολακεύων παρηκολούθεις, 18, 162; Ggstz von προγίγνεσθαι, Arist. eth. 3, 2; öfter bei Folgdn; παρακολουθεῖν διὰ παντός, durchgängig bei Etwas stattfinden; auch τίς παρακολουθεῖ ταῦτα; befolgen, Damox. bei Ath. III, 102 (v. 25); vgl. ὁ δέ μ' ἠκολούθησεν Men. fr. inc. 32, u. Lob. Phryn. 354. – Uebertr., mit den Gedanken folgen, fassen, begreifen, ταῖς πράξεσιν, Pol. 3, 32, 2, öfter, bes. bei den Stoikern, die auch ἑαυτῷ παρακολουθεῖν, mit folgdm ὅτι oder partic. construiren, Arr. Epict. 3, 5, 10. 4, 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκολουθέω: ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, παρακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ, τινι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 725· τὸ παρακολουθοῦν εἴδωλον ἑκάστῳ Πλάτ. Σοφ. 266C, πρβλ. Δημ. 519. 12., 537. 2· οὓς σὺ ζῶντας μέν, ὦ κίναδος, κολακεύων παρηκολούθεις ὁ αὐτ. 281. 22· πόροι κατὰ πάντα τὸν πλεύμονα παρακολουθοῦντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 5. ΙΙ. κατὰ διαφόρους σχέσεις τὸ μὲν σωματικάς, τὸ δὲ πνευματικάς, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, μετὰ προσοχῆς παρακολουθῶ, προσέχω, ἐπὶ ἰατροῦ, π. νοσήματι Πλάτ. Πολ. 406Β· π. ἅπασι [τοῖς πονηρεύμασι], ἰχνηλατεῖν πάσας τὰς πονηρὰς αὐτοῦ πράξεις, Δημ. 423. 24· οὕτω, π. τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς ὁ αὐτ. 285. 21· παρακολουθήσεις χρόνοις, ἐπὶ ἔτη, Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 20, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 3· π. τοῖς δικαίοις Δημάδ. 178. 32. 2) ἐπὶ ἀκροατηρίου, προσέχειν νοῦν καὶ παρ. εὐμαθῶς Αἰσχίν. 16. 9· καθόλου, ἀκολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, π. πῶς ... Πολύβ. 1. 12, 7, κτλ.· μάλιστα ὡς ὅρος τῶν στωϊκῶν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 33, κτλ.· ὡσαύτως, παρακολουθεῖν τούτῳ ὅτι …, ἐννοεῖν ὅτι …, αὐτόθι 2. 26, 3· καὶ ἁπλῶς, π. ὅτι ... Γαλην. 13. 63D· ὡσαύτως μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 21. ― σπανίως μετ’ αἰτ., π. τὰ ἐψηφισμένα, λαμβάνειν γνῶσιν αὐτῶν, μανθάνειν …, Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Α. 6. 3) ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ἐπὶ νόσου, πυρετοὶ π. μοι καὶ ἀλγήματα Δημ. 1260. 20· τῷ βίῳ π., συμβαδίζω μετά τινος, εἶμαι ἀχώριστος ἀπό τινος, ἐπὶ πραγμάτων ἅτινα προξενοῦσιν ὠφέλεια, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 262· οὕτω, αὐτοῖς π. ἡ ἔχθρα παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων Δημ. 1378. 14· ἐπὶ κανόνων, ἰσχύω διὰ παντός, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, π. δι’ ὅλης τῆς ἱππικῆς Ξεν. Ἱππ. 8. 14. 4) ἐπὶ λογικῆς ἰδιότητος, τὸ ἀεὶ παρακολουθοῦν Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ γένους, ὁ αὐτ. 4. 5, 3, πρβλ. 4. 2, 17· ἐπὶ ἐννοιῶν ἀδιασπάστως ἀλλήλαις συνδεομένων, ὁ αὐτ. π. Κατηγ. 7, 30, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 9· ἐπὶ αἰτίου καὶ ἀποτελέσματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 2. 17, 3· ― πρβλ. παρακολούθησις.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 suivre de près, τινι;
2 particul. suivre par la pensée, suivre avec soin, avec attention, τινι.
Étymologie: παρά, ἀκολουθέω.
English (Strong)
from παρά and ἀκολουθέω; to follow near, i.e. (figuratively) attend (as a result), trace out, conform to: attain, follow, fully know, have understanding.
English (Thayer)
παρακολούθω: future παρακολουθήσω; 1st aorist παρηκολούθησα (L marginal reading WH marginal reading; L T Tr WH text); perfect παρηκολούθηκα;
1. to follow after; so to follow one as to be always at his side (see παρά, IV:1); to follow close, accompany (so from Aristophanes and Xenophon down).
2. metaphorically,
a. to be always present, to attend one wherever he goes: τίνι, Tr WH text ἀκολουθησει, which see).
b. to follow up a thing in mind so as to attain to the knowledge of it, i. e. to understand (cf. our follow a matter up, trace its course, etc.); to examine thoroughly, investigate: πᾶσιν (i. e. πράγμασιν), all things that have taken place, Demosthenes, pro cor. c. 53 (p. 285,23)).
c. to follow faithfully namely, a standard or rule, to conform oneself to: with a dative of the thing, 2 Maccabees 9:27). Cf. the full discussion of this word by Grimm in the Jahrbb. f. deutsche Theol. for 1871, p. 46f.