παρατηρέω

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατηρέω Medium diacritics: παρατηρέω Low diacritics: παρατηρέω Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΕΩ
Transliteration A: paratēréō Transliteration B: paratēreō Transliteration C: paratireo Beta Code: parathre/w

English (LSJ)

   A watch closely, θεία φύσις -τηροῦσα τὰς τῶν ζῴν ἐξόδους Epicur.Ep. 2p.54U., cf. Ceb.9 ; of a general, π. τόπους Plb.1.29.4 ; σφᾶς αὐτοὺς π. Id.11.9.9 ; observe, -τετηρηκότες μόνον (opp. scientific explanation) Phld.Rh.1.248 S.: folld. by an interrog. clause, π. τινά, ὁπότερα . . X.Mem.3.14.4 ; π. τίς ἔπταρεν Philem. 100.1 : by a part.. π. [ὄρνιθα] ἀποδυόμενον Arist.HA620a8 ; with evil design, lie in wait for, watch one's opportunity, abs., Id.Rh.1384b7 ; in argument, Id.Top. 161a23 ; ἐνεδρεύειν καὶ π. Plb.18.3.2 ; π. καιροὺς εἰς κόλασιν Phld. Ir. p.43 W . :—Med., παρετηροῦντο αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι Ev.Luc.6.7 : abs., Vett. Val.205.13 :—Pass., ὑπό τινος Dicaearch. 1.16 ; to be kept under ob servation, Men.542.6.    2. take care, ὅπως μὴ . . D. 18.161 ; π. ἵνα . . D.H.Dem.53.    3. observe carefully, τὸ μέτριον Arist. Rh.1405b33 :—Med, observe religiously, ἡμέρας καὶ μῆνας Ep.Gal.4.10 ; τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν J.AJ14.10.25 : generally, ὅσα προστάττουσιν [οἱ νόμοι] ἀκριβῶς π. D.C.53.10.

German (Pape)

[Seite 503] daneben, dabei stehend auf Etwas Acht geben, auflauern; Arist. rhet. 2, 6 H. A. 9, 34; Xen. Mem. 3, 14, 4; καὶ ἐνεδρεύειν, Pol. 17, 3, 2; bes. Sp., wie N. T.; beobachten, bewachen, τοὺς τόπους, Pol. 1, 29, 4, öfter; ὅπως τοῦτο μ ὴ γένοιτο, παρατηρῶν διετέλουν, Dem. 18, 161; dah. sich hüten vor Etwas, z. B. τὴν εἰσβολὴν τῶν ὑπεναντίων, Pol. 3, 77, 2. Auch = beobachten, befolgen, D. C. 53, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παρατηρέω: βλέπω τι ἐκ τοῦ πλησίον καὶ μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ τι, μετ’ αἰτ., Κέβητος Πίναξ 9· παραφυλάττω, ἐπιτηρῶ, παρετήρουν ταῖς πεζικαῖς καὶ ναυτικαῖς δυνάμεσι τοὺς προκειμένους τῆς πόλεως τόπους Πολύβ. 1. 29, 4· σφᾶς αὐτοὺς π. ὁ αὐτ. 11. 9, 9· οὕτως ἐν τῷ μέσ., παρατηρούμενοι αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 1· - ἑπομένης ἀναφορικῆς ἢ ἐξηρτημένης προτάσεως, π. τινα, ὁπότερα .. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· π. τὶς ἔπταρεν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἑπομένης μετοχ., π. τινὰ ἀποδυόμενον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 6· - μὲ κακὸν σκοπόν, ἐνεδρεύω τινά, περιμένω εὐκαιρίαν, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 6, 20, Τοπ. 8. 11, 1, Πολύβ. 17. 3, 2· - Παθ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 15. 2) παρατηρῶ συνεχῶς, φροντίζω, προσέχω, ὅπως μὴ .. Δημ. 281. 16, πρβλ. παρατηρητέον· π. ἵνα .. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 23. 3) φυλάττω, εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ παρατηρεῖν ἐν ἀμφοῖν τὸ μέτριον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 15. - Μέσ., τηρῶ, φυλάττω μετὰ δεισιδαιμονίας, ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιρούς; Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 10 ὅσα προστάττουσιν [οἱ νόμοι] ἀκριβῶς π., τηρεῖν, φυλάττειν, Δίων Κ. 53. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 observer en se tenant auprès, épier, surveiller;
2 surveiller, suivre à la piste ; παρατηρεῖν ὅπως μή DÉM prendre garde que… ne pas;
3 observer, garder (la mesure).
Étymologie: παρά, τηρέω.

English (Strong)

from παρά and τηρέω; to inspect alongside, i.e. note insidiously or scrupulously: observe, watch.

English (Thayer)

παρατήρω: imperfect 3rd person plural παρετήρουν; 1st aorist παρετήρησα; middle, present παρατηροῦμαι; imperfect 3rd person plural παρετηροῦντο; properly, to stand beside and watch (cf. παρά, IV:1); to watch assiduously, observe carefully;
a. to watch, attend to, with the eyes: τά ἐκ τοῦ οὐρανοῦ γιγνόμενα; of auguries, Dio Cassius, 38,13; τινα, one, to see what he is going to do (Xenophon, mem. 3,14, 4); contextually in a bad sense, to watch insidiously, Tr marginal reading ἀποχωρησαντες) (joined with ἐνεδρεύειν, Polybius 17,3, 2); τινα (Polybius 11,9, 9; the Sept. Susanna 16) followed by the interrogative εἰ, R G T WH Tr text; Luke vi.; middle to watch for oneself: L Tr marginal reading; L T Tr WH (in both passive followed by interrogative εἰ)); Polybius 1,29, 4): τάς πύλας (followed by ὅπως, cf. Buttmann, 237 (205)), R G, where L T Tr WH give middle παρετηροῦντο.
b. to observe equivalent to to keep scrupulously; to neglect nothing requisite to the religious observance of: ἑβδομάδας, Josephus, Antiquities 3,5, 5; (τήν τῶν σαββάτων ἡμέραν. id. 14,10, 25); middle (for oneself, i. e. for one's salvation), ἡμέρας, μῆνας, καιρούς, ὅσα προσταττουσιν, οἱ νόμοι, Dio Cassius, 53,10; (τά εἰς βρῶσιν οὐ νενομισμενα, Josephus, contra Apion 2,39, 2)).