λύτρωσις
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A ransoming, αἰχμαλώτων Plu.Arat.11, cf. LXX Le.25.29, Ev.Luc.1.68, Ep.Hebr.9.12; redemption of a pledge, PTeb.120.41 (i A. D.).
2 release, discharge from an obligation, POxy.1130.20 (v A. D.).
II λύτρωσις ὕδατος, = spring of water, LXX Jd.1.15.
German (Pape)
[Seite 73] ἡ, das Loskaufen, Auslösen, αἰχμαλώτων, Plut. Arat. 11; die Erlösung, N.T.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
rachat, rançon, rédemption.
Étymologie: λυτρόω.
Russian (Dvoretsky)
λύτρωσις: εως ἡ
1 освобождение за выкуп, выкуп (αἰχμαλώτων Plut.);
2 избавление (λύτρωσιν ποιῆσαί τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
λύτρωσις: ἡ, ἡ διὰ λύτρων ἀπελευθέρωσις, Πλουτ. Ἄρατ. 11· ― παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφ., ἡ ἀπολύτρωσις.
English (Strong)
from λυτρόω; a ransoming (figuratively): + redeemed, redemption.
English (Thayer)
λυτρώσεως, ἡ (λυτρόω), a ransoming, redemption: properly, αἰχμαολωτων, Plutarch, Aratus, 11; for גְּאֻלָּה, Leviticus 25:(29),48; universally, deliverance, redemption, in the theocratic sense (see λυτρόω, 2 (cf. Graecus Venetus, redemption from the penalty of sin: Clement of Rome, 1 Corinthians 12,7 [ET]; ' Teaching' 4,6 [ET]; etc.)
Greek Monotonic
λύτρωσις: ἡ,
I. απελευθέρωση, εξαγορά μέσω λύτρων, σε Πλούτ.
II. απολύτρωση.
Middle Liddell
λύτρωσις, ιος
I. ransoming, Plut.
II. redemption.
Chinese
原文音譯:lÚtrwsij 呂特羅西阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:釋放(著)
字義溯源:贖罪,救贖,釋放,解開;源自(λυτρόω)=救贖);而 (λυτρόω)出自(λύτρον)=贖價), (λύτρον)又出自(λύω)*=解開)
出現次數:總共(3);路(2);來(1)
譯字彙編:
1) 救贖(3) 路1:68; 路2:38; 來9:12
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό λυτρόω λυτρῶ (=ἀφήνω κάποιον ἐλεύθερο), πού παράγεται ἀπό τό λύτρον τοῦ λύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ λυτρόω -ῶ: ἀπολύτρωσις, λυτρώσιμος, λυτρωτέον, λυτρωτής, λυτρωτήριος, λυτρωτικός, ἀπολυτρωτικός, λυτρών (=ἀποχωρητήριο).